Ήταν Τρίτη 10 Μαρτίου του ’20 όταν πήγα βράδυ στο σχολείο, για να πάρω τα βιβλία από το ντουλαπάκι μου. Ο όροφος του γυμνασίου και του λυκείου ήταν άδειος, σκοτεινός. Κοίταξα γύρω μου με αμηχανία, πρώτη φορά βρισκόμουν ολομόναχη εκεί. Κάτι μου έλεγε ότι θα κάνω καιρό να τον ξαναδώ. Από τότε, έχουν αλλάξει πολλά.
«Τηλεκπαίδευση» για εμένα, σημαίνει απομόνωση, σημαίνει να μην βλέπεις τον καθηγητή σου από κοντά, να μη τρέχεις να προλάβεις το σχολικό, να μη βγαίνεις διάλειμμα, να μη γελάς, να μην αγκαλιάζεις τον φίλο σου, να μη του λες τα μυστικά σου, να μη σου κάνουν παρατηρήσεις επειδή μιλάς μαζί του την ώρα του μαθήματος.
Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα προνομιούχος. Εκτίμησα το σπίτι, το δωμάτιο, το σχολείο και τον υπολογιστή μου. Εξίσου τυχερή αισθάνθηκα για την οικογένεια και τους γείτονές μου που αποτέλεσαν μια ευχάριστη συντροφιά και ο εγκλεισμός μας έφερε πιο κοντά.
Δυστυχώς, ένιωσα επίσης λύπη -σε συνδυασμό ίσως με θυμό- για όλες εκείνες τις ανθρώπινες σχέσεις που δεν άντεξαν στην απόσταση και αποδείχτηκαν εντελώς επιφανειακές… Κάποιοι «φίλοι», είναι μάλλον γνωστοί που το μόνο που μας ενώνει είναι το σχολείο.
Το καλοκαίρι ήταν για όλους μας ένα διάλειμμα από αυτήν την κατάσταση. Άρχισε επιφυλακτικά, με τα πρώτα μπάνια στις παραλίες της Αθήνας. Τελείωσε όμως, -τουλάχιστον για εμένα- με αξέχαστες εμπειρίες, νέα πρόσωπα, νέα μέρη και πολλή αισιοδοξία για το μέλλον. Πραγματικά, νόμιζα ότι η μπόρα είχε περάσει…
Όταν ήρθε όμως το Φθινόπωρο βροχερό, φοβήθηκα τον διπλανό μου στο λεωφορείο και στο σχολείο, τον μπροστινό μου στο σούπερ μάρκετ, την ίδια μου την αδερφή και τη μητέρα που είχαν επαφές με πολύ κόσμο. Όχι από μικροψυχία, άλλα από έγνοια για τους γύρω μου. Ήξερα πως αν κολλούσα θα επηρέαζα όχι μόνο τη δική μου, αλλά και τη ζωή όσων είχα δει τις τελευταίες μέρες: των συγγενών, των φίλων και των συμμαθητών μου.
Δοκιμάστηκαν στην συνέχεια, περισσότερο από ότι την Άνοιξη, οι αντοχές μας σε σχέση με τις συνταγματικές μας ελευθερίες. Όλοι αισθανθήκαμε τον περιορισμό της ελευθερίας μας. Πολλοί έκριναν ότι αυτό ήταν απαράδεκτο. Άλλοι ότι ήταν αναγκαίο για τη διασφάλιση της ευημερίας μας. Τελικά, καμία αξία -ακόμα και εκείνη της ελευθερίας- δεν είναι πιο πολύτιμη από αυτή της ζωής.
Βέβαια, η πάλη και η διεκδίκηση δικαιωμάτων δεν είχαν εκπτώσεις. Πράγματι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να υποστηρίξουν ορισμένα ιδανικά, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Οι γιορτές; Αυτό κι αν ήταν κάτι καινούργιο. Θα περίμενε κανείς ότι θα με έθλιβε που δεν πήγαμε με την οικογένειά μου, όπως συνηθίζουμε την Πρωτοχρονιά, σε κάποιο μεγάλο ρεβεγιόν. Εγώ όμως εκείνη τη μέρα δε σκεφτόμουν αυτό. Χαιρόμουν που είχαμε τη δυνατότητα να περάσουμε την αλλαγή του χρόνου σε ένα γειτονικό σπίτι, να βάλουμε τα «καλά» μας, να ακούσουμε μουσική, να παίξουμε σκάκι, χαρτιά και να γελάσουμε. Ήταν μια δόση «κανονικότητας». Όμως, αυτό δεν ίσχυσε για όλους. Η πλειονότητα των ανθρώπων πέρασε τις γιορτές μοναχικά…
Δευτέρα, 364η ημέρα ύστερα της πρώτης ολικής απαγόρευσης, η ημέρα που γράφω αυτό το κείμενο.
Η ελευθερία τελικά δεν είναι δεδομένη. Μεγαλωμένη με πολλές ελευθερίες, δεν είχα φανταστεί ποτέ να μην μπορώ να βγω από το σπίτι μου ό,τι ώρα θέλω ούτε να μη γίνεται να συναντηθώ με φίλους από άλλες περιοχές. Βρέθηκα βράδια να έχω βγει με παρέα μετά τις 9 και να αισθάνομαι πιο ζωντανή απ’ όσο έχω αισθανθεί τον τελευταίο χρόνο.
Ούτε η ζωή των ανθρώπων είναι δεδομένη. Είμαστε πιο ευάλωτοι από ότι θέλουμε να νομίζουμε. Το μέλλον δεν είναι προβλέψιμο, αφού υπάρχει το ευμετάβλητο της ζωής. Δε μας έκρυβαν τι θα πρόκυπτε την επόμενη ημέρα, απλά δεν ήξεραν.
Φάνηκε περισσότερο από ποτέ ότι οι άνθρωποι οδηγούμαστε από την καρδιά και όχι από το μυαλό. Κι ας ξέραμε ότι ο ιός σκοτώνει, βρίσκαμε αφορμές να βγούμε από το σπίτι. Συνήθειες της καθημερινότητας όπως το να πάει κανείς στην τράπεζα, να πετάξει τα σκουπίδια, να πάει στο σούπερ μάρκετ ή να βγάλει βόλτα τον σκύλο απέκτησαν ξαφνικά τόση αξία…
Επιβεβαιώθηκε εξίσου ότι η ρουτίνα σκοτώνει κάθε αίσθηση του χρόνου. Τα ρολόγια έλιωσαν ή ο χρόνος έτρεχε πιο γρήγορα από ποτέ; Ακόμη δεν έχω καταλάβει…
Το συναρπαστικό είναι ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα την ανάγκη να μετρήσω τόσο απόλυτα τον χρόνο, να αθροίσω ημέρες. 364 ημέρες λοιπόν, θανάτων, φόβου, δυστυχίας και απομόνωσης. Όλων η ζωή άλλαξε και θα αλλάξει κι άλλο. Όλοι γίναμε λίγο πιο σοφοί και θα γίνουμε και περισσότερο. Δεν έχουμε δει ακόμη τίποτα.
Έλενα Γάρδου