Γνώρισα τον Γιώργο Αποστόλου στην πρώτη μου θητεία ως Σχολική Σύμβουλος στην Ανατολική Αττική ως ένα ιδιαίτερα φιλομαθή φιλόλογο, με μεγάλη αγάπη για τους μαθητές του. Τρία χρόνια από τη μετακίνησή μου σε άλλη περιφέρεια, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα στο οποίο με σεμνότητα μού ζητούσε να εκφράσω τη γνώμη μου για τον «Αλκιβιάδη». Το διάβασα και με εντυπωσίασε η έμπνευσή του. Σκέφτηκα αμέσως πως μπορεί κανείς να έχει μελετήσει σε βάθος ένα θέμα, όπως την ιστορία του Αλκιβιάδη, ωστόσο όλη αυτή η μελέτη δεν τον κάνει συγγραφέα. Συγγραφέας γίνεσαι από τη στιγμή που γεννιέται ο σπινθήρας της έμπνευσης, κάπου εκεί στο μεταίχμιο της ιστορίας και της λογοτεχνίας, και αποφασίζεις να ντύσεις τη γνώση με το προσωπικό σου πάθος και μ’ ένα πέπλο φαντασίας και λυρισμού. Τότε γεννιέται ένα δικό σου «παιδί», το προσωπικό σου δημιούργημα. Με αυτές τις σκέψεις ενθάρρυνα τον Γιώργο να το φέρει στο φως.
Άλλωστε, πάντοτε με γοήτευε ο Αλκιβιάδης. Κι αυτό δεν οφειλόταν στην πολύχρονη ενασχόλησή μου με τον Θουκυδίδη, ούτε βέβαια στην «ηθική φύση» του ήρωα, αφού ως ιστορική προσωπικότητα υπήρξε σκοτεινός, αμφιλεγόμενος και καταστροφικός για την Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης δεν είχε τη «νενομισμένη επιτήδευση στην αρετή» του Νικία. Πανέξυπνος όσο και φιλόδοξος, είχε ένα βασικό ελάττωμα: δεν είχε όρια.
Αυτή τη συναρπαστική προσωπικότητα επέλεξε ο Γιώργος Αποστόλου να αναδείξει στο έργο του με τον τρόπο του Καβάφη. Ο «Αλκιβιάδης» με τον καβαφικό υπότιτλο «και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα» χαρακτηρίζεται ως θεατρική σύνθεση σε τρεις πράξεις και αποτελείται από πρόσωπα πραγματικά και φανταστικά. Στα φανταστικά σημαντικό ρόλο παίζει η Μοίρα, ενώ τα ιστορικά διακρίνονται σε όσα ανήκουν στην εποχή του Αλκιβιάδη (Φαίδων, Σωκράτης, Θουκυδίδης, Τιμαία κ.ά), και στα σύγχρονα, όπως η αείμνηστη ελληνίστρια φιλόλογος Ζακλίν ντε Ρομιγί.
Το έργο αποτελεί ουσιαστικά ένα δράμα στο οποίο ο συγγραφέας αποτυπώνει την άνοδο και την πτώση του Αλκιβιάδη. Αρχίζει στην πρώτη πράξη με τη γέννησή του, την ενηλικίωση του, τον καθοριστικό ρόλο του στη Σικελική εκστρατεία και τη φυγή του στη Σπάρτη. Στη δεύτερη πράξη παρακολουθούμε την παράνομη δράση του εκεί και τον αχαλίνωτο ερωτισμό του και στην τρίτη την καταφυγή του στους Πέρσες και τη δράση του κατά τον Δεκελεικό πόλεμο. Η τελευταία πράξη περιλαμβάνει και το τέλος του.
Κάθε πράξη αποτελείται από Εικόνες. Προηγείται ένα σημείωμα με σκηνοθετικές αναφορές, στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πρόσωπα, το χώρο, το σκηνικό, μέσα από λεπτομερείς οδηγίες που φωτίζουν την ιδιότητα, την εμφάνιση και τον χαρακτήρα των ηρώων. Όλα τα πρόσωπα μετακινούνται από το φως στο σκοτάδι και αντίστροφα, σε κυριολεκτικό και σε μεταφορικό επίπεδο. Τα ρούχα τους είναι σκούρα, σε αποχρώσεις κυρίως του μαύρου. Καβαφικό είναι και το σκηνικό που στήνει ο συγγραφέα: η πλοκή εκτυλίσσεται κυρίως στο γραφείο της ελληνίστριας. Κάθε φορά που η δράση εξελίσσεται, αναδύονται από το σκοτάδι της ιστορίας στο ημίφως οι ήρωες. Σ’ αυτό το σκηνικό συνομιλούν, σχολιάζουν, κρίνουν, σαν ανταποκριτές, τα γεγονότα, συντελεσμένα ή μελλούμενα. Σοφοί δε προσιόντων… Ο ρόλος αυτός αποδίδεται κυρίως στη Ζακλίν, τον Θουκυδίδη, τον Φαίδωνα και τη Μοίρα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, αφήνεται «χώρος» για να ονειρεύεται κανείς ή απλώς να φαντάζεται πως ζει σε άλλη εποχή. Δεν είναι τυχαίες οι λεπτομέρειες που προσφέρονται για να φανταστούμε τις μορφές των πρωταγωνιστών: το τσάι, η πολυθρόνα, ο χαρτοφύλακας, οι απαλές κινήσεις. Ακόμα και η μουσική που επιλέγεται ταιριάζει στο χωροχρόνο.
Η σκηνική δράση αρχίζει με τον ορισμό της δημαγωγίας από τη Ζακλίν, φαινόμενο που αναδεικνύεται στο έργο σε καταστροφική δύναμη. Στον Αλκιβιάδη αποδίδονται αντιθετικά χαρακτηριστικά, θετικά και αρνητικά. Τα αρνητικά σε υπερθετικό βαθμό, γιατί ο ήρωας όλα τα επεδίωκε σε ακρότατη, έσχατη μορφή. Και σε όλο το έργο, ο Αλκιβιάδης δεν είναι μόνο ήρωας αλλά και αντιήρωας. Συνδυάζει το καλό με το κακό, το ωραίο με το άσχημο, το δίκαιο με το άδικο, τον έρωτα με το μίσος. Ένας ήρωας με διπλή όψη. Και ο συγγραφέας τι στάση διατηρεί απέναντί του; Νομίζω αμφίσημη. Τον συναρπάζει χωρίς να του θολώνει το μυαλό. Τον έχει ως υπόδειγμα ξεχωριστής προσωπικότητας αλλά και ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Συμμερίζεται την ίδια συναισθηματική έξαρση που προκαλεί ο ήρωας στην Ζακλίν, και η οποία για το λόγο αυτό συχνά καταφεύγει στον Καβάφη: «την ομορφιά έτσι πολύ ατένισα που πλήρης είναι αυτής ή όρασή μου».
Στη δεύτερη εικόνα της πρώτης πράξης μεταφερόμαστε στον πέμπτο αιώνα π.Χ. Ο ωραίος Αλκιβιάδης γυμνάζεται, καθώς ο Φαίδων του διαβάζει Αίσωπο, το μύθο του λιονταριού και της αλεπούς. Τυχαία άραγε η επιλογή αυτού του μύθου; Μήπως αυτό ήταν ο Αλκιβιάδης: και λιοντάρι και αλεπού; Ο Φαίδων λειτουργεί στο έργο ως «ενδιάμεσος»: κινείται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Συνομιλεί στο παρόν με τη Ζακλίν και στο παρελθόν με τον Αλκιβιάδη. Αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο που κρατάει σταθερά το νήμα της βιογραφίας του ήρωα.
Σε καίρια σημεία παρεμβαίνει και η Μοίρα, που επιβραδύνει τη δράση και προοικονομεί όσα θα συμβούν.
Στην πρώτη πράξη μαθαίνουμε ακόμα για την εφηβεία του Αλκιβιάδη, τη ρητορική του δεινότητα, τη γνωριμία με τους σοφιστές και τον Σωκράτη και την προσπάθεια του φιλόσοφου να του διδάξει το δίκαιο και το άδικο. Ο διάλογός τους δεν έχει το βάθος των πλατωνικών, αλλά θέτει ερωτήματα γνήσια σωκρατικά. Ο Αλκιβιάδης δεν έχει την ίδια σχέση με τον Σωκράτη, όπως στο πλατωνικό Συμπόσιο. ΟΣωκράτης φαίνεται γοητευμένος από την προσωπικότητα του Αλκιβιάδη, αφού ο ήρωας τον ειρωνεύεται συνεχώς. Ίσως η ειρωνεία να είναι απλή αντίσταση, γιατί στο τέλος της εικόνας παραδέχεται την έλξη του προς τον κακοσούσουμο αυτόν άνθρωπο με τη φράση «αλλά και χωρίς αυτόν νιώθω άδειος, είναι σα να με γνωρίζει πιο καλά και από μένα τον ίδιο».
Στην εξέλιξη του έργου πότε μεταφερόμαστε και πάλι στο γραφείο – βιβλιοθήκη της Ζακλίν, το χώρο μελέτης και αυτοσυγκέντρωσης, και πότε στο σαλόνι όπου η φαντασία απελευθερώνεται από την ιστορική γνώση και εισχωρεί στις ρωγμές των κειμένων. Η Ζακλίν διαβάζει μια περικοπή από το Συμπόσιο που φωτίζει τη γενικότερη γοητεία που ασκούσε ο Αλκιβιάδης σε γυναίκες και άνδρες. «Είναι παγίδα μεγάλη η ομορφιά. Κι όταν την συντροφεύει ο πλούτος γέννα στον άνθρωπο την αναίδεια. Ύβρις φυτεύει τύραννον, μονολογεί η Ζακλίν. Οι στίχοι από τον Οιδίποδα Τύραννο προοικονομούν το κακό τέλος του Αλκιβιάδη. Η αφήγηση συνεχίζεται με τον Φαίδωνα να περιγράφει τις μάχες του ήρωα μετά τα 18 του, τις εκστρατείες του τον έρωτά του για τις γυναίκες, όπως είναι η εταίρα Τιμάνδρα. Καθώς περιγράφει γλαφυρά τον έρωτα της, πλησιάζει και ο Θουκυδίδης.
Ο ιστορικός εμφανίζεται ως ένας σεμνός διανοούμενος. Δεν είναι ο αυστηρός ιστορικός, ο αντικειμενικός, αμερόληπτος Θουκυδίδης, αλλά ο «δημοσιογράφος» που σχολιάζει και ερμηνεύει τα γεγονότα και δεν διστάζει να εκφράζει την πίκρα του για όσους τον εξόρισαν.
Από την αχλύ του μύθου, όχι όμως και άμοιρη ιστορικότητας, αναδύεται μια γυναίκα από τη Μήλο, που αφηγείται με λογοτεχνικό, λυρικό και κινηματογραφικό τρόπο τον αφανισμό της Μήλου. Ανακαλεί πλάνα της ταινίας «Οι νύφες» του Βούλγαρη, έτσι όπως περιγράφονται στοιβαγμένες στο αμπάρι του πλοίου να παίρνουν το δρόμο του ξενιτεμού.
Το νήμα της αφήγησης συνεχίζεται με τα γεγονότα της Σικελίας. Ο Θουκυδίδης αναλύει όσα δεν γράφει στην Ιστορία του: τα κίνητρα του Αλκιβιάδη και το πρόσχημα της εκστρατείας. Η πρωτοτυπία είναι ότι οι κύριοι πρωταγωνιστές των γεγονότων, ο Νικίας και ο Αλκιβιάδης, μιλούν με επίγνωση του τέλους, στοιχείο που τα καθιστά τραγικά πρόσωπα. Έχουμε δηλαδή μια δραματική ανάγνωση της ιστορίας υπό το πρίσμα της τελικής έκβασης.
Στον Φαίδωνα πέφτει ο κλήρος του μάντι κακών, να περιγράφει την καταδίκη του Αλκιβιάδη και την ανάκλησή του. Την αυτοκριτική την αναθέτει ο συγγραφέας στους κατ’ εξοχήν υπεύθυνους, τους Αθηναίους, που εκπροσωπούνται από έναν ανώνυμο πολίτη.
Με το χαμήλωμα της λάμπας στο γραφείο της Ζακλίν και με θεατρικότητα παρουσιάζει ο συγγραφέας τη φυγή του ήρωα στη Σπάρτη και τα εκεί ερωτικά παιγνίδια του με την Τιμαία, τη γυναίκα του βασιλιά Άγη και τη γέννηση του γιου του Λεωτυχίδα-Αλκιβιάδη. Αξιοσημείωτος είναι ο μονόλογος της Τιμαίας. Ένα πανέμορφο λυρικό τραγούδι για τον έρωτα, ένα καλογραμμένο ξεχείλισμα συναισθημάτων.
Παρατηρούμε ότι όλα τα πρόσωπο που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη ζωή του ήρωα έχουν λόγο και μορφή στο έργο και όλα, ακόμα και η Μοίρα, έχουν αμφίσημη στάση απέναντί του: τον θαυμάζουν αλλά και τον αποδοκιμάζουν.
Η Πρώτη πράξη ολοκληρώνεται με την σικελική καταστροφή και με το χορικό από την Ελένη του Ευριπίδη που αναφέρεται στις θλιβερές συνέπειες των πολέμων.
Στη Δεύτερη πράξη η Ζακλίν σχολιάζει με τον Θουκυδίδη τις μετέπειτα δοσοληψίες του Αλκιβιάδη με τους Πέρσες και τους δύο σατράπες, τον Τισσαφέρνη και τον Φαρνάβαζο.
Καθώς χαμηλώνει το φως στη δεύτερη εικόνα, στο γραφείο εμφανίζεται ο Τισσαφέρνης. Χώρος το γεμάτο χλιδή παλάτι του Τισσαφέρνη και στο προσκήνιο η πρόταση του Αλκιβιάδη να φθείρει τις δυνάμεις Αθηναίων-Λακεδαιμονίων. Στο διάλογο παρεμβαίνει και η Μοίρα που προσπαθεί να προειδοποιήσει τον ήρωα για τα δυσοίωνα αποτελέσματα των δοσοληψιών του με τον σατράπη.
Στην τρίτη εικόνα στο στόχαστρο των τριών σχολιαστών τα γεγονότα στη Σάμο και η πολιτειακή αλλαγή στην Αθήνα.
Στη επόμενη εικόνα προετοιμάζεται η επιστροφή του Αλκιβιάδη στην Αθήνα με τη συναισθηματική περιγραφή του Φαίδωνα για τη ναυμαχία στην Άβυδο και τη σκληρή κριτική του Τισσαφέρνη για τις αυτοκαταστροφικές τάσεις των Ελλήνων και την ανερμάτιστη φύση του Αλκιβιάδη.
Η Δεύτερη πράξη ολοκληρώνεται με την αποθέωση του ήρωα, ενώ στην Τρίτη, στην πρώτη εικόνα, στο σαλόνι πια συζητούν ο Φαίδων, η Ζακλίν και ο Θουκυδίδης για τα γεγονότα του Ελλησπόντου, τις σχέσεις του Αλκιβιάδη με τον Φαρνάβαζο και τη ευφρόσυνη ανάκλησή του στην Αθήνα.
Στη δεύτερη εικόνα κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο: η Τιμάνδρα έχει τον αγαπημένο της κοντά της και μαζί με τον Σωκράτη μάταια προσπαθούν να τον συνετίσουν. Οι τρεις σχολιαστές αφηγούνται τα σχετικά με τον πόλεμο στην Ιωνία και την καθαίρεση του Αλκιβιάδη μετά την ήττα στο Νότιο.
Εκ βαθέων ο μονόλογος του Αλκιβιάδη για τη στάση της αθηναϊκής δημοκρατίας απέναντί του:
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ (προς τον Φαίδωνα και την Τιμάνδρα στο κέντρο της σκηνής): Αυτή είναι η δημοκρατία τους. Αυτή που με καταδικάζει τώρα σε ασφυξία. Αυτή που με σκοτώνει και πάλι για ένα λάθος και σβήνει από τη μνήμη των πολιτών τον καθημερινό μου αγώνα να τη σηκώσω ψηλά. Διώχνουν εμένα και τους φίλους μου! Μα μόλις πέσουν οι δραχμές στο τραπέζι, είναι έτοιμοι ν’ αναγνωρίσουν τις μεγαλύτερες αρετές στους ασήμαντους, να καθαιρέσουν από τα αξιώματα τους άξιους και να τα μοιράσουν στους ανίκανους.
Στην τρίτη εικόνα, μετά τη φυγή του Αλκιβιάδη, ακολουθεί το τέλος του πολέμου με τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς και τη συγκινητική αγγελική ρήση του ανώνυμου Αθηναίου.
Καβαφικός ο λόγος της Μοίρας:
ΜΟΙΡΑ: Το τέλος έφτασε. Έπρεπε να σ᾽ ακούσουν, Αλκιβιάδη. Τώρα φύγε. Φύγε για πάντα. Φύγε μακριά. Μην εμπιστεύεσαι πια τους Θράκες. Όσο υπήρχε η Αθήνα, υπήρχες κι εσύ. Τώρα αποχαιρετά για πάντα την Αθήνα. Αποχαιρετά για πάντα την Ελλάδα που σε αδίκησε και την αδίκησες. (Αποχωρεί. Μουσική)
Τελευταία εικόνα τελευταίας πράξης:
Ο Αλκιβιάδης αφηγείται στην Τιμάνδρα ένα όνειρό του πως τον νεκροστόλιζε ντυμένο με δικά της ρούχα… Το έργο κλείνει με τον θάνατο του Αλκιβιάδη που συνοδεύουν οι απαγγελίες της Μοίρας και της Ζακλίν από τον Καβάφη με τα «Άλογα του Αχιλλέως». Ξημερώνει. Η Ζακλίν κλείνει το ξυπνητήρι και βάζει τον επίλογο στο έργο. Από μακριά την αποχαιρετά σαν αγαπημένη οπτασία ο Αλκιβιάδης.
Συνολικά θεωρημένο το πρωτότυπο αυτό έργο του φίλου Γιώργου Αποστόλου, θέτει πολλά ζητήματα για συζήτηση:
- Η ζωή μας μοιάζει με μυθιστόρημα ή το μυθιστόρημα μιμείται τη ζωή και την ιστορία;
- Πόσο είναι δυνατό στη ζωή όλων μας το σχήμα Ύβρις-Νέμεσις;
- Υπήρξε υβριστής τελικά ο Αλκιβιάδης ή οι Αθηναίοι τον έκαναν υβριστή, οπότε άδικα τιμωρήθηκε για την αλαζονεία και την υπερβολική δύναμη και φιλοδοξία του;
- Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ –όπως δείχνει κι ο υπότιτλος του έργου της Αλκιβιάδης «οι κίνδυνοι της φιλοδοξίας»- φαίνεται να συμφωνεί με τον Θουκυδίδη ότι η απώλεια του μέτρου και της δικαιοσύνης όχι μόνο του προσώπου προκαλεί την καταστροφή όλων. Ποια είναι τελικά η σχέση μεταξύ πολιτικής και ηθικής;
- Ποιο πλατωνικό «άλογο» πρέπει να προεξάρχει στην πολιτική; Το λογιστικό ή το επιθυμητικό ή το θυμοειδές; Μπορούν όμως να γίνουν μεγάλα έργα μόνο με τη λογική;
Υπό το πρίσμα όλων αυτών των ζητημάτων που κινητοποιούν τη σκέψη του αναγνώστη, αναρωτιέμαι τι είδους έργο έγραψε ο Γιώργος Αποστόλου: ιστορικό, θεατρικό ή πολιτικό, φιλοσοφικό, υπαρξιακό; Νομίζω πως όλα αυτά μαζί. Δεν είναι απλώς μία σύνθεση τριών πράξεων αλλά ένα πολυσύνθετο έργο που συνδυάζει τη γερή επιστημονική ιστορική και φιλολογική γνώση ενταγμένη σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο που θέτει σε ανοιχτή συζήτηση την πολιτική φιλοδοξία και αρετή, τις σχέσεις ατόμων και κρατών, το ρόλο του ηγέτη στην ιστορία, τη λογική ως αντίβαρο του πάθους. Και όλα αυτά επενδυμένα με ένα λόγο καλοδουλεμένο, γλαφυρό, ποιητικό και συνάμα ρεαλιστικό.
Διαβάζοντας τον «Αλκιβιάδη» με τη ματιά του Γιώργου, ανοίχτηκε μπροστά μου ο υπέροχος κόσμος της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής που δεν αγγίζει μόνο τα σύγχρονα κείμενα αλλά και τα αρχαία και φάνηκε πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν τέτοιου είδους πονήματα για τους μαθητές μας, αφού αυτά μπορούν να φωτίσουν και να ερμηνεύσουν το παρελθόν, κάνοντάς το πιο προσιτό στους νέους. Τι πιο σημαντικό και αξιέπαινο για ένα λαμπρό φιλόλογο και εμπνευσμένο συγγραφέα;