Οἱ λύπες ψήλωναν
ἄγριες παπαροῦνες
μές ἀπ’ τά στάχυα
οἱ χαρές
κιτρινόμαυροι ἥλιοι
γέρναν ντροπαλοί στό φῶς οἱ θυμοί
ἀνθισμένοι ἀσπάλαθοι στό γκρεμό
οἱ ἔρωτες
κρυμμένα κυκλάμινα κάτω ἀπ ̓τά σκίνα. Κι ὅλα λιβάδι ἐπίμονο
βροχή θερινῆς σαβάνας
στό βύθισμα τοῦ ἥλιου.
Κι ὅλα συλλεκτική ἀπόδοση μνήμης.
Κι ὄλα
ἔντεχνη ἀνάκληση
μιᾶς φύσης νεκρᾶς.
Βλέμμα στό ἄλλο πρόσωπο τοῦ χρόνου.
Εἶναι καλά κρυμμένο στό βυθό.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἀπό πάνω γιά νά πιάσω τήν καλή.
Εὐφάνταστα δολώματα
μήπως καί τό πετύχω
σέ μιάν ἀμέριμνή του κίνηση.
Τό πεῖσμα κάνει τόν ψαρά.
(Καί ἕνα ἄδειο πιάτο).
Μέ μιάν ἁδρή περιγραφή
δέν θά μέ πάρει κανείς στά σοβαρά.
(Πολλά τά μυθεύματα τῶν ἐπίδοξων ἁλιέων).
Ἄν εἶχα ἔστω
ἕνα ἁλίευμα αὐτοῦ τοῦ εἴδους
θά κέρδιζα συναδελφικό σεβασμό.
Τό μεγάλο ψάρι κάνει τόν ψαρά.
Ὧρες περιμένω στόν ἀφρό.
Νά βραχῶ σέ μιά διήγηση.
Ἀφοῦ τό ἔνστικτο ἐτρώθη
τί ἄλλο μένει ἔκτοτε
νά ἐμπιστευτοῦμε
ἀντίρροπον τοῦ λόγου
παρά
τό τυφλό ρίγος πού
ἐνσκῆπτον
ἀλλάζει τοῦ σώματος τόν ρυθμόν;
Μέ μία καρδιά
ἕνα σῶμα
ὀφείλουμε νά πορευτοῦμε
νοήμονές του πάθους.
Εἰς τήν ζωήν ὁμιλοῦμε γιά τό χρόνο.
Εἰς τά ποιήματα γιά τίς στιγμές.
Ἀναπόφευκτον.
Ὅ,τι δέν ζοῦμε τό γράφουμε.
Ἡ νοσταλγία τῶν διακυμάνσεων
Σκουρόχρωμο μπλέ καί μόβ βαθύ
σέ φόντο γκρί.
Ἀμυδρά ὕπαρξη φωτός.
Στή σκέψη ἑνός ἀποχρωματισμοῦ
ἡ ἐσχάτη λύσις τοῦ καλλιτέχνη.
Εἶναι συνθήματα τοῦ χρόνου
οἱ στίχοι
Ἀτέλειωτη αὐτή ἡ διαδήλωση.
H πολυπληθής πορεία τοῦ ἑνός.
Χωρίς περιφρούρηση…