Τον Γιώργο Αποστόλου δεν τον ξέρω μια ζωή – 20 τόσα μόλις χρόνια. Όμως τον ξέρω για μια ζωή. Τι να κάνω; Ν’ αγαπάς ό, τι σε βρίσκει – που λέει κι ο ίδιος. Το ποιος είναι βρες τε τον μέσα στις γραμμές των Βιο-γραφιών, τους συνδετικούς κρίκους των ποιημάτων της συλλογής. Η εικόνα του ποιητή συνήθως έρχεται στο μυαλό μας κάπως, μορφή που ατενίζει, λίγο ως πολύ μοναχικός, μπορεί και μια αύρα τρέλας furor poeticus κατά τους Ρωμαίους, ο κριτικός Edmund Wilson τον περιγράφει σαν τον Φιλοκτήτη – απαραίτητος για να κερδίσεις τον πόλεμο τον υπομένεις έστω και με την δυσωδία του (μεταφορικά!), δηλ. ο ποιητής είναι απαραίτητος αλλά δεν μπορεί να ζει κανείς μαζί του… Εντάξει, όσοι έχουμε ζήσει τον Γιώργο, χαιρόμαστε και την παρέα του, το καυστικό και υποδόριο χιούμορ του, τις καυστικές του ατάκες στοιχεία που διακατέχουν και το έργο του.
Την φιλία μας την σημάδευαν πάντα οι λέξεις – με την σημασία τους, με τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα ακόμα και στις κουβεντούλες μας ποτέ δεν ήταν paroles….. Φίλο μου τον ένιωσα όταν μου διάβασε δειλά (Γιώργος και δειλία;;;; αιδώς καλύτερα, μα ναι, σας διαβεβαιώ κατά βάθος πάνε πακέτο!) ένα διήγημά του (ανέκδοτο) το Λίπος. Το πιο πυκνά δομημένο διήγημα που είχα ποτέ διαβάσει – ακόμα δεν έχει τολμήσει να το εκδώσει!
Δεν είμαι κριτικός ούτε συγγραφέας, ούτε φιλόλογος ακριβώς για να αναλύσω το έργο του Αποστόλου – πολύ περισσότερο που η άποψή μου είναι ότι η ποίηση και η ζωγραφική δεν αναλύονται, μας αγγίζουν ή όχι, μας προσφέρουν δηλαδή μια αισθητική απόλαυση.
«Να ζεις. Να μη ζεις. (Παραφράζοντας τον στίχο – τον διασημότερο ίσως της αγγλικής λογοτεχνίας – θα πούμε να γράφεις να μην γράφεις…) Τι συμφέρει τον άνθρωπο Να πάσχει, να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές….. Ή να επαναστατεί. Να αντισταθεί στην ατελείωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων».
Ο Αποστόλου επέλεξε να απαντήσει γράφοντας, επέλεξε να μας κάνει (ενεστώς διαρκείας) κοινωνούς των μύχιων σκέψεών του. Και όταν τον ρώτησα γιατί αυτή η έκδοση; Γιατί 3η ποιητική συλλογή, του μίλησα άσχημα, σκληρά, επειδή έχεις ευκολία στην έκφρασή σου, δεν στρώνεσαι να κάνεις τα διηγήματα κλπ, αρχικά χωρίς συγκεκριμένο άξονα, ατελή ορισμένα, με αποστόμωσε: ναι, μα είναι γνήσια- είναι καταστάσεις που ήθελα να αφηγηθώ.
Και με ανάγκασε να σκύψω με περισσότερη προσοχή και στις προηγούμενες συλλογές του ξανά. Ναι, υπάρχει η συνέχεια, όχι στο ύφος –ευτυχώς γιατί υπάρχει η αλλαγή, αλλά στην θεματική. Έχει μια θετική ενέργεια η γραφή του που τραντάζει σαν μια πόρτα που κλείνει με πάταγο! Με σκληρό σαρκασμό, αλλά και αδυσώπητο αυτοσαρκασμό. Ακόμα κι όταν μιλάει για τους Τρέβορ… Ή για το τελετουργικό φαγητό της Κυριακής, τη Μάνα (με τις δυο όψεις κι εδώ, του φωτός και της σκιάς). Οι στίχοι του Μπωντλέρ με βγάζουν από την δύσκολη θέση της περιγραφής: «Μεθύστε! Για να μη γίνετε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε χωρίς σταματημό! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως θέλετε!». Κι εγώ μαζί με τον Γιώργο (ελπίζω κι εσείς) «Ώρες περιμένω στον αφρό να βραχώ σε μια διήγηση…» γιατί «Κάποτε πρέπει να το πούμε. Έστω και μόνο στον εαυτό μας. Πως η γλώσσα είναι μια παρηγοριά» μας λέει σε στίχους της Ποιητικής του.
Με τον όρο αιθρία χαρακτηρίζεται στη ναυτική γλώσσα η καιρική κατάσταση της νύκτας κατά την οποία διαπιστώνεται, λόγω έλλειψης νεφών, πολύ καλή ορατότητα (σχεδόν τη μέγιστη δυνατή) όπως συμβαίνει κυρίως κατά τις ψυχρές νύκτες του χειμώνα, με παντελή έλλειψη νεφών.
Η Αθέατος Αιθρία είναι η flânerie, η περιπλάνηση ενός παθιασμένου παρατηρητή – όπου αναζητά το νόημα του χρόνου, του χώρου, την πραγματικότητα. Με το ερέθισμα της γεύσης, της μνήμης ή της στιγμής, ως οι μαντλέν του Προυστ, σημασία για τον Γιώργο έχει πλέον η καταγραφή. Ο Ουίτμαν αποκαλούσε τα ποιήματά του «τραγούδια του εαυτού μου». Η πάλη των 2 σκιών προσφέρουν αυτό ακριβώς. Χορευτικός ο διάλογος των 2 σκιών: «Φ. Τάπαμε όλα. Ζήσαμε. Λιγόστεψαν οι λέξεις. Σ. Θέλω ν’ αρχίσεις να μου λες τις ίδιες ιστορίες». «Σταμάτησα – δεν έδωσα – Προχώρησα – Ενέδωσα και Δράσις Ελπίς Επιμονή Παύσις Φυγή Αναμονή». Ο «φάρος» προοίμιο των 2 σκιών, η συνομιλία του με τον εαυτό του όχι ως ένα αλλά ως ο άλλος, ο απέναντι, η σκιά με το φως του Φ, του άρρητου αριθμού 1, 618…. ο οποίος συμβολίζει την χρυσή τομή (αλλά και το αρχικό της λέξης φίλος, φωτιά). Ο ΦΑΡΟΣ Μέσα στά μάτια μου ἐκπέμπει σινιάλα ἕνας ἀκατοίκητος φάρος. Ὅταν τά κλείνω ταξιδεύω κοντά του μακριά σελ.24
Η ιδεώδης αιθρία προϋποθέτει ασέληνη νύκτα με τους αστέρες να λάμπουν ζωηρά (αστροφεγγιά) ή και μαρμαίνοντας (να λαμπιρίζουν τρεμουλιαστά). Δεν χρησιμοποιεί την λέξη ευδία ( που τόσο όμορφα μας θυμίζει ο Ελύτης στη συλλογή «Προσανατολισμοί»: οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους.) – όχι, Ο Γιώργος Αποστόλου τολμά να μας σύρει στην αναζήτηση του Εαυτού, στην αναζήτηση του Ασύνειδου, αθέατοι σε στιγμές ασέληνες με μόνο φως πορείας τους μαρμαίνοντες αστέρες της ψυχής και του νου μας.
Τον ευχαριστώ που με έκανε συνοδοιπόρο σε αυτό το ταξίδι.
Ζωή Πολυμεροπούλου