CORPUS
Εκεί που αντιστεκόταν
Εκεί άνευ όρων παραδινόταν.
Εκεί που θυμόταν
Εκεί ανεξήγητα ξεχνιόταν.
Εκεί που εμφανιζόταν
Εκεί ευσχήμως χανόταν.
Εκεί που ζητούσε
Εκεί ατάκτως αποχωρούσε.
Εκεί που αναπτυσσόταν
Εκεί αθορύβως συρρικνωνόταν.
Εκεί που σιωπούσε
Εκεί ματαίως μιλούσε.
Ήταν ο χρόνος.
Και είναι η στιγμή
Ήταν ο τόπος.
Και είναι το χώμα
Και σε κάθε στιγμή
είναι το σώμα.
Και σε κάθε χώμα
είναι το σώμα.
Ένα ξένο σώμα που χτυπά το δικό μας.
Ένα ξένο σώμα που αγγίζει το δικό μας.
Ένα ξένο σώμα που αποχαιρετά το δικό μας.
Και ήταν η αρχή
Και είναι το τέλος.
Το ξένο σώμα που είναι το δικό μας.
Το δικό μας ξένο σώμα.
Χωρίς χρόνο.
Χωρίς στιγμή.
Χωρίς σημείο αναγνώρισης.
ΜΕΛΟ
Δεν θα μιλήσω για το τώρα.
Τι να σου πω
ό,τι βλέπεις βλέπω.
Ούτε και για το μετά θα πω.
Ο,τι ξέρεις,ξέρω.
Πάλι για το τότε θα πω.
Τότε που κοιτούσα καθαρά
μες στη θολή ζωή σου
και ήξερα που πήγαινα.
Τότε που ήμουν κι εγώ θολός
και ασφαλής (ναι έτσι ακριβώς)
Σιγουρος
πως το σκοτάδι σου δεν ήταν ο φόβος
μα η ψηλάφηση του έρωτα
κι ο ύπνος ο γλυκός που ερχόταν ακάλεστος
στα τελευταία μας λόγια.
Τότε που η αμφιβολία με έκανε πρόθυμο να ξεχάσω
όλες μου τις βεβαιότητες
και να βάλω στη θέση τους
το πιο φωτεινό χάος
που έριχναν τα μάτια σου.
Πάλι για το τότε θα πω.
Αυτό θα μείνει μόνον
ακόμα και τώρα
που το τοπίο είναι απολύτως καθαρό
και οι στόχοι συγκεκριμένοι
και ο ύπνος σιωπηλός και απονήρευτος.
Ακόμα και τώρα
που όλα μετρήθηκαν
που όλα αποδόθηκαν
που όλα καταχωρήθηκαν.
Ακόμα και τώρα που ήρθαν όλα στο φως.
Πάλι για το τότε θα πω.
Τοτε -ξαναλέω -που
καθαρά κοιτούσαμε .
Μες στη θολή ζωή μας.
ΑΠΟΛΗΣΜΟΝΙΑ
Πώς άραγε συμβαίνει
τούτο το αναρριχώμενο
χωρίς νερό και σπόρο
να ξεμυτιζει
σε κρύες και πετρώδεις
ανθρώπινες επιφάνειες;
Ν’ απλώνεται να έρπει ακούραστο
πάνω σ’ ακίνητα σώματα
και σε σφραγισμένα μάτια
να οργιάζει χειμώνα καλοκαίρι
να πατά να κρύψει
τους τίτλους του τέλους μας;
Και τι σκοπεύει άραγε
έτσι μεθυστικό και και αχόρταγο που είναι;
Να πάρει πονηρά τη θέση μας;
Να μας σκεπασει ολοσχερώς;
Θέλει τρόπο μάλλον.
Αλλά ποιον; Ποιόν;
Σε αυτά τα απάτητα μέρη
δεν έχουμε πολλά περιθώρια.
Ίσως στους πρόποδες να σταθούμε και
να φωνάξουμε απειλητικα
μες στη σιωπή των κρύων βράχων
τα ονόματα
που έκρυψαν
οι πνιγηρες αυτές φυλλωσιές.
Μέχρι ν’ ακούσουν καλά.
Και ζαρώσουν.
Μέχρι ν’ ακούσουν.
Και ξεραθούν.
Photo by Annie Spratt on Unsplash