Ο ρόλος της λογοτεχνίας και του σχολείου
Είναι καιρός να το τονίσουμε: όλη αυτή η εμπειρία, τόσο πλούσια σε επιρροές, θα γίνει πιο ζωντανή και δυνατή όταν περάσει από αυτούς τους δύο προνομιούχους δρόμους, τη λογοτεχνία και τη σχολική εκπαίδευση. Και με αυτόν τον τρόπο μπορεί ως εδώ, να δικαιολογηθεί η έκφραση “λησμονημένες γνώσεις”.
Γιατί η λογοτεχνία;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ζωή, ιδίως στον σύγχρονο κόσμο μας, τον τόσο πλούσιο σε δραματικά γεγονότα, σε συναρπαστικές ανακαλύψεις και πρακτικές ευκολίες που μας βοηθούν να γνωρίζουμε κάθε μέρα όλο και καλύτερα τον κόσμο στον οποίο ζούμε, θα αρκούσε να μας προσφέρει όλες τις εμπειρίες που θα επιθυμούσαμε για να γνωρίσουμε τη γη, το διάστημα και ολόκληρο το σύμπαν.
Και όμως, η εμπειρία που έχει βιωθεί μέσα από τη λογοτεχνία είναι παραδόξως, αποτελεσματικότερη.
Πρώτα απ’ όλα είναι αφάνταστα ευρύτερη. Όχι μόνο μας βοηθά να ακούμε απευθείας τη φωνή όλων των ταξιδιωτών και όλων των λαών, αλλά μας βοηθά να προχωρήσουμε βήμα βήμα στους δρόμους της Γαλλίας, (με τον Julien Gracq για παράδειγμα), μας περιγράφει πρωτόγονους κόσμους, παράξενα ζώα, άγνωστες τελετουργίες (με τον Senghor) – και όλα αυτά με έναν τρόπο ευθύ και άμεσο.
Κυρίως όμως ταυτίζει όλες τις φωνές του παρόντος με τις φωνές του παρελθόντος. Γνωρίζουμε άμεσα όσα αισθάνθηκαν οι πατέρες μας και οι πρόγονοί μας ή οι άνθρωποι που ζούσαν όταν άρχισε να συγκροτείται η χώρα μας ή άλλοι πολύ προγενέστεροι πολιτισμοί. Έχουμε τις εκμυστηρεύσεις, τα κείμενα, τις μαρτυρίες από τους ρωμαίους και τους έλληνες, ποιήματα από τους βαβυλωνίους και από όλους τους μακρινούς και αλλεπάλληλους πολιτισμούς.
Και να ήταν μόνο αυτό! Πως να λησμονήσουμε τον άλλο κόσμο, που είναι ευρύτερος από τον δικό μας και τον συνοδεύει και εμπλουτίζει, τον κόσμο του φανταστικού; Ναι, οι ανακαλύψεις της υποθαλάσσιας ζωής είναι δυνατόν να μας κινούν την περιέργεια και να εμπνέουν θαυμασμό∙ ήδη όμως, ο Jules Verne τους άνοιξε τον δρόμο και εμείς ακολουθήσαμε με τον ίδιο θαυμασμό και την ίδια περιέργεια τα απίθανα ταξίδια του. Όπως και τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, και την Ουτοπία του Thomas More, χωρίς να παραλείψουμε την επίσκεψη στην Κόλαση και στον Παράδεισο με την καθοδήγηση του Dante. Όλα! Η λογοτεχνία προσφέρει τα πάντα, και όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα, «με απευθείας σύνδεση».
Γιατί όμως να μιλάμε για χώρες; Οι συγκινήσεις είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό γεγονός∙ αναφέραμε ήδη εδώ την περίπτωση του νέου ο οποίος έζησε διαδοχικά τις εμπειρίες από τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα. Δεν είπαμε όμως ότι οι εμπειρίες αυτές μπορούσαν να καλύψουν ένα απεριόριστο πεδίο. Η λογοτεχνία μάς επιτρέπει να είμαστε, συγχρόνως ή διαδοχικά, ο θύτης και το θύμα, ο βασιλιάς στα λαμπερά παλάτια και ο φτωχός που πεθαίνει της πείνας, να γνωρίσουμε όλες τις συγκινήσεις πολιτισμών που σήμερα έχουν χαθεί, να είμαστε σκλάβοι, να κάνουμε τελετές θυσιών, να λατρεύουμε θεότητες με μορφές και βουλήσεις ακατανόητες για μας. Μας επιτρέπει να είμαστε άντρας ή γυναίκα, παιδί ή γέρος. Από όλες αυτές τις καταστάσεις γεννιούνται καινούργιες φωνές που μας μιλούν με ένα είδος παγκόσμιας εκμυστήρευσης.
Ένα τέτοιο εύρος προϋποθέτει μια επιλογή εκ μέρους μας και μας την επιβάλλει. Και τότε οι πρώτες τάσεις που θα ξυπνήσουν μέσα μας θα εκφραστούν με λίγο πολύ συνειδητούς προσανατολισμούς που θα τις ενισχύσουν. Μερικοί θα προτιμήσουν την εκλεπτυσμένη ανάλυση της κοινωνίας του σαλονιού και άλλοι την απλότητα της ζωής στην εξοχή: οι μεν θα διαβάσουν Proust, οι άλλοι George Sand. Μερικοί επίσης θα θελήσουν να βρούν στη λογοτεχνία μια εσωτερικότητα λιτή και συγκρατημένη, άλλοι θα προτιμήσουν τις περιπέτειες και το θαυμαστό: οι πρώτοι θα διαβάσουν τη Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, και οι δεύτεροι τις Χίλιες και μία νύχτες. Και δεν εννοώ εδώ τις διαφορές απόψεων που εμφανίζονται παντού και φέρνουν τα πολιτικά κόμματα σε αντιπαράθεση, της ηθικές αντιδράσεις και τις κάθε είδους δεσμεύσεις. Με το απεριόριστο πεδίο της η λογοτεχνία είναι επίσης διαφορετική ανάλογα με το πνεύμα συγγραφέα, Αυτό επιτρέπει συγχρόνως τις πιο θερμές ενοποιήσεις και τη γένεση των πιο ζωηρών προτιμήσεων. Αναπτύσσει επίσης, θέλοντας και μη, το αίσθημα της διαφορετικότητας, δηλαδή την ανεκτικότητα.
Η ποικιλία όμως αυτή ξεπερνά σε πολυμορφία τις εμπειρίες που έρχονται από άλλες οδούς- και το πνεύμα της ανεκτικότητας μπορεί να αναπτυχθεί, καθώς έρχεται σε επαφή με άλλες γνώσεις και άλλες ανακαλύψεις, με την προϋπόθεση ότι θα είναι αρκετά πολυάριθμες. Αντίθετα η λογοτεχνία έχει ένα προνόμιο που της ανήκει αποκλειστικά. Το προνόμιο αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μεταδίδει την εμπειρία με λέξεις, να την κάνει παρούσα και σχεδόν πραγματική μεταδίδοντας στον αναγνώστη τα αισθήματα, τις συμπάθειες, τις επιδιώξεις του συγγραφέα, τουλάχιστον στην περίπτωση που αυτός ξέρει να γράφει και κατέχει την τέχνη να εκφράζεται.
Φυσικά η οριακή περίπτωση είναι η ποίηση, στην οποία ένα έντονο ή φευγαλέο συναίσθημα πλαισιώνεται από μια διατύπωση σύντομη, εντυπωσιακή, εύκολη να κρατηθεί στη μνήμη και που αποκτά μια εντελώς ιδιαίτερη πραγματικότητα. Η προέλευση της λέξης “ποίηση” στα ελληνικά σημαίνει δημιουργία και είναι γεγονός ότι ακόμα και οι πεζογράφοι δεν παύουν να υπερασπίζονται στίχους που τους εντυπωσίασαν και τους διαμόρφωσαν, και τους αναφέρουν ως “έξεργον” ή τους σχολιάζουν. Αλλά αν η ποίηση σηματοδοτεί ένα όριο σε αυτή την έννοια, παραμένει γεγονός ότι κάθε καλός συγγραφέας είναι ένας μάγος και η μαγεία του μας ανοίγει έναν κόσμο.
Και κυρίως – τι θαύμα! Οι συγγραφείς μάς μαθαίνουν να βλέπουμε. Απλούστατα, να βλέπουμε τα πράγματα, τον κόσμο. Πολύ συχνά με κατέχει η βεβαιότητα ότι η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα είναι συνήθως επιφανειακή απρόσεχτη, ανεπαρκής. Και νομίζω ότι η παρατήρηση, η επιλογή των λέξεων τραβάνε συχνά την προσοχή μας σε λεπτομέρειες παρούσες, εντυπωσιακές, που αναγνωρίζουμε και η αλήθεια τους μας φαίνεται τώρα έκδηλη, ενώ εκείνες μας ήταν άγνωστες. Είμαι τόσο βέβαιη για το γεγονός, ώστε έχω συγκεντρώσει στο παράρτημα 2 μερικές παρατηρήσεις για το θέμα αυτό που δεν μου επιτρέπουν να παραμείνω εδώ, αφού η ιδέα αφορά τελείως έμμεσα τις λησμονημένες μνήμες. Αλλά θα δούμε για παράδειγμα Τις Γάτες που περιέγραψε η Colette, με την απαλότητα, τα νύχια και την πολυτέλειά τους ποτέ δεν παρατήρησα ούτε αγάπησα τις γάτες- όταν όμως διάβασα ένα τέτοιο κείμενο ξαναβρήκα την αυθεντικότητα των τόνων ή μάλλον την ανακάλυψα και συγχρόνως, για ένα διάστημα αγάπησα τις γάτες και ίσως δεν είναι μόνο αυτό, γιατί για ένα διάστημα κατεχόμουν από ένα είδος συμπάθειας για τον αισθησιασμό που κάνει τόσο ζωντανή την ομορφιά των ζώων, των φρούτων και των φυτών. Ο θαυμασμός ενώνεται με την κατανόηση και το όραμα που προσφέρει το κείμενο, μεταφέρει συναισθηματικές αντιδράσεις που προσεγγίζουν ήδη τα κριτήρια των αξιών.
Οι συγγραφείς μάς κάνουν να αισθανόμαστε και να κατανοούμε τις συγκινήσεις και το νόημά τους. Και σχετικά με αυτό, θα ήθελα να διηγηθώ μια πρόσφατη εντύπωση που έζησα πριν λίγες εβδομάδες: έβαλα να ακούσω μια κασέτα με τον Οθέλο του Σαίξπηρ σε απαγγελία. Ήμουν μόνη σε ένα ήσυχο δωμάτιο και απόλαυσα άνετα όλο το κείμενο. Όταν τελείωσε έμεινα κατάπληκτη, με βαθύτατη θλίψη. Αισθανόμουν μια φλογερή συμπόνια για την Δισδεμόνα, την τόσο αγνή και τρυφερή Δισδεμόνα που ακόμα μια φορα πεθαίνει, θύμα παρεξήγησης του πολυαγαπημένου συζύγου της. Σπαραγμός ψυχής για τον Οθέλο, τον Μαυριτανό, που μέσα στη τρέλα και την απερισκεψία του δολοφονεί εκείνη που αγαπά με τόσο σφοδρό πάθος. Οι δύο συμπόνιες δεν αντιπαρατίθεντο αλλά αλληλοσυμπληρώνονταν. Μετά τη θλίψη που με κατέλαβε, νόμισα ότι εννόησα καλύτερα από τότε με ποιον τρόπο τα ανθρώπινα όντα βασανίζουν, χωρίς να το θέλουν το ένα το άλλο, ενώ αγαπιούνται και θα έκαναν τα πάντα για να το αποδείξουν. Νόμισα ότι έφτασα σε ένα επίπεδο κατανόησης μεγαλύτερο από όλα τα προηγούμενα χρόνια∙ ίσως προστέθηκε αόριστα η καταδίκη της δολιότητας του προδότη, η μετάνοια της απρονοησίας του Οθέλου που δεν προσπάθησε να εξακριβώσει, η απορία μπροστά στο σύνολο των μικρών ενδείξεων που επέφεραν την τραγική κατάληξη, με τρόπο που μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτος. Η συμπόνια και η κατανόηση με συνθλίβουν. Πέρασε καιρός να συνέλθω.
Περιττό να πούμε περισσότερα, οι ιδέες είναι τόσο εμφανείς. Θα ήθελα όμως να επιμείνω σε αυτό.
Άλλωστε, στο παράδειγμα που ανέφερα στο πρώτο κεφάλαιο, όπου αφηγούμαι την αιφνίδια έκστασή μου όταν άκουσα δύο στίχους της Ιφιγένειας του Ρακίνα,
Κι’ εγώ που την οδήγησα θριαμβευτική, λατρεμένη
Θα γυρίσω μόνη κι’ απελπισμένη,
συνέβαινε χωρίς αμφιβολία το ίδιο. Ανέφερα για ποιους λόγους και σε ποιες περιστάσεις χαράχτηκε μέσα μου αυτή η μνήμη. Μίλησα επίσης για τη σχέση που θα μπορούσε να έχει αυτό με τα συναισθήματα της μητέρας μου για μένα∙ αλλά τα είπα άραγε όλα; Δεν σημείωσα τότε, ίσως και να μην κατάλαβα όλους τους απόηχους, που ξυπνούσε μέσα μου η απόγνωση της Κλυταιμνήστρας στην σκέψη του θανάτου Της κόρης της. Δεν χάνει την κόρη της από ατύχημα, ούτε από αρρώστια, έχει εμπλακεί σε μία σειρά ενέργειες και οδύνες που διασταυρώνονται και δεν είναι αυτή το μοναδικό τους θύμα. «Κι’ εγώ που την οδήγησα…» πέρα από το “εγώ” της Κλυταιμνήστρας, η φράση αυτή αφήνει να εννοηθεί ο πόνος της Ιφιγένειας, της νεαρής κόρης που είναι καταδικασμένη να αφήνει να εννοηθεί ένα μέρος από το δράμα του πατέρα που θα την θυσιάσει: όπως και στον Οθέλο, η συμπόνια για ένα πρόσωπο συνδέεται με την κατανόηση των δεινών του ανθρώπου, που βασανίζει ο ένας τον άλλον. Και ακόμα – τόσα πολλά άλλα!.. – θα έπρεπε να ξέρω ότι η απελπισία της Κλυταιμνήστρας θα την οδηγούσε στο έγκλημα και θα πρόσθετε έτσι ακόμα μία διάσταση στα δεινά της. Ίσως συναισθανόμουν αόριστα ότι ο τεράστιος αυτός πόνος θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί και ότι η Ιφιγένεια θα θυσιαζόταν για μια κατακριτέα φιλοδοξία. Όλα αυτά δεν ήταν συνειδητά, αντιλαμβάνομαι όμως εκ των υστέρων τους δρόμους και τις τάσεις που ανοίγονταν μέσα μου και που ίσως μια μέρα βρουν εύφορο έδαφος.
Αυτή η συμπόνια, αν και δεν είναι σχεδόν πάντοτε τόσο έντονη, είναι σχεδόν πάντοτε παρούσα στα λογοτεχνικά έργα. Χρειάζεται να το αποδείξουμε; Για ποιο λόγο να αναφέρουμε τη Θλίψη του Ολύμπιο; ή την Αννα Καρένινα; Την ίδια συμπόνια ξαναβρίσκουμε, λανθάνουσα και ταπεινή, σε όλες τις λεπτομέρειες που μας συγκινούν, όταν διαβάζουμε οποιοδήποτε μυθιστόρημα.
Και αν είναι δυνατόν, να ανακαλύπτουμε την παρουσία της συμπόνιας σε όλες τις μνήμες που παραμένουν ζωντανές μέσα μας, γιατί να αμφιβάλλουμε ότι θα συμβαίνει το ίδιο και με τις λησμονημένες μνήμες; Θυμόμαστε όλα τα μυθιστορήματα που έχουμε διαβάσει; Ακόμα και τις τραγωδίες; Ακόμα και τα ποιήματα; Όλα αυτά πέρασαν μέσα μας. Αλλά επειδή έχουμε αισθανθεί, έστω και φευγαλέα, συμπόνια για τόσα πολύ διαφορετικά πρόσωπα, κατανόηση για άγνωστες καταστάσεις, για ελπίδες και απελπισίες που δεν είναι δικές μας, πώς τόσες συγκεντρωμένες εμπειρίες, έστω και σύντομες, δεν θα ελευθέρωναν μέσα μας τον δρόμο για τα αισθήματα αυτά, για τη συνήθεια και τη γνώση των δυνατοτήτων τους; Η λογοτεχνία δεν περνά ποτέ μέσα μας χωρίς να αφήσει ένα σημάδι, ανεπαίσθητο και ίσως μόλις αντιληπτό, ικανό όμως να διαρκέσει. Το σημάδι ανήκει στον χώρο του συναισθήματος και κάθε γνώση συνδυάζεται με συναισθηματικές παρορμήσεις, που σιγά σιγά μορφοποιούν τις προτιμήσεις και τις επιδιώξεις μας.
Άλλωστε παραδεχτήκαμε, ως δεύτερη ευνοϊκή προϋπόθεση, ότι η ανάγνωση των κειμένων θα γίνεται κατά τη διδασκαλία και μέσα στην τάξη. Αυτό ίσως φανεί κάπως παράδοξο. Γιατί ο καθένας ξέρει ότι τα μεγάλα καθοριστικά διαβάσματα γίνονται συχνά έξω από τη σχολική εκπαίδευση, σε τυχαίες συναντήσεις. Οι συνθήκες όμως στις οποίες γίνεται η ανάγνωση κειμένων στη σχολική εκπαίδευση, είναι από ορισμένες απόψεις ιδιαίτερα ευνοϊκές. Κατ’ αρχήν τα κείμενα επιλέγονται σύμφωνα με τη χρησιμότητά τους και δεν είναι πάντοτε εκείνα που θα συναντούσε τυχαία το παιδί. Κυρίως όμως οι συνθήκες της διδασκαλίας παρουσιάζουν δύο πλεονεκτήματα, την παρουσία του καθηγητή και τη λεπτομερή ανάγνωση.
Η παρουσία του καθηγητή μπορεί να μας εκπλήσσει: οι ομιλίες πολλών καθηγητών δεν προσθέτουν τίποτα στο κείμενο, το αντίθετο μάλιστα. Ο καθένας το ξέρει, όπως επίσης και εγώ. Αν όμως ο καθηγητής είναι ικανός να ερμηνεύσει πραγματικά ένα κείμενο, αν ξέρει να υποτάσσεται σε αυτό και να το αφήνει να μιλήσει μόνο του, παραμερίζοντας κάθε παραπέτασμα που μια λανθασμένη γνώση τείνει να πολλαπλασιάζει ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, τότε είναι προφανές ότι το σχόλιό του πρέπει να αποκαλύψει στους μαθητές πολλά χαρακτηριστικά, που δεν θα είχαν γίνει αντιληπτά χωρίς αυτό. Και έτσι εμπλουτίζεται η παρόρμηση συμπάθειας ή αντιπάθειας.
Επιπλέον τα παιδιά – όπως πολλοί ενήλικοι – έχουν την τάση να μιμούνται, και το συναίσθημα που παρουσιάζει μπροστά τους ο δάσκαλος επιβάλλεται με μοναδική ευκολία στο ανυπεράσπιστο πνεύμα τους. Είναι εύκολο, τρομερά εύκολο, να επηρεάσουμε την κρίση και τις αντιδράσεις των νέων. Επισημαίνουμε μια λεπτομέρεια έτσι στην τύχη, και αμέσως ορμούν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Είναι μια ευθύνη που δεν πρέπει να παραβλέψουμε. Όσο για εμένα, δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία που είχα σε μια Δευτέρα τάξη. Εξηγούσα στους μαθητές το εδάφιο του χωρισμού της Διδώς και του Αινεία στην Αινειάδα του Βιργίλιου. Επέτρεψα στον εαυτό μου κάποιες παρατηρήσεις, λίγο για να διασκεδάσω ή για να δώσω μια ζωντάνια στα πράγματα: το αποτέλεσμα ήταν ότι ολόκληρη εκείνη η τάξη πήρε με πάθος το μέρος της Διδώς εναντίον του Αινεία. Αυτός ήταν ο προδότης και ο άπιστος- δεν λογάριασαν ποιους λόγους και ποιες δικαιολογίες μπορεί να είχε για την αναχώρησή του. Έγινε ξαφνικά μια τάξη από μανιώδεις φεμινίστριες και αδιάλλακτους ηθικολόγους. Κατάλαβα τι συμβαίνει. Ίσως και εγώ επηρεάστηκα καθώς θυμήθηκα τον αποχαιρετισμό και τους σπαρακτικούς στεναγμούς της Διδώς στην όπερα του Purcell Διδώ και Αινείας, αλλά χρειάστηκε να προσπαθήσω για να επανορθώσω αυτή την αντίδραση, για να τους δείξω ότι ο Αινείας μπορούσε να είχε άλλους λόγους από την απιστία και ειδικά μια αναντίρρητη εντολή των θεών∙ χρειάστηκε να τους αποδείξω ότι το μεγαλείο ενός έργου βρίσκεται συχνά στον τραγικά διπλό πόνο, όπως στο παράδειγμα της Δισδεμόνας και του Οθέλου∙ και ο οίκτος επίσης πρέπει να είναι διπλός. Οπωσδήποτε αναμέτρησα εκείνη την ημέρα το μέγεθος της ευθύνης ενός καθηγητή.
Καμιά φορά η ευθύνη αυτή είναι ατυχής, τις περισσότερες όμως φορές ενεργεί θετικά. Όταν επισημαίνουμε την επιλογή ενός επιθέτου, μια σιωπή, μια αντίθεση, μια λέξη έντονη ή μια εικόνα, βοηθάμε να διεισδύσει το κείμενο πιο άνετα στο πνεύμα των νεαρών αναγνωστών και ίσως να aφήσει εκεί το διαρκές ίχνος που αναφέραμε. Η ερμηνεία ενός κειμένου μπορεί να είναι ένα άνοιγμα σε έναν ολόκληρο κόσμο. Και είναι κρίμα που αντικαθίσταται συχνά με παρατηρήσεις επιφανειακές και τεχνητές, που δεν χρησιμεύουν ασφαλώς σε τίποτα.
Οπωσδήποτε, όποιο και αν είναι το σχόλιο, η ανάγνωση ενός κειμένου στην τάξη γίνεται με βραδύ ρυθμό.
Διαβάζουμε γενικά πολύ γρήγορα. Διαβάζουμε χωρίς πραγματική προσοχή, χωρίς να παρατηρούμε, χωρίς να προσφέρουμε τη δυνατότητα στο κείμενο να ακούγεται πλήρως και σε όλη του τη δύναμη. Μια φωνητική ανάγνωση είναι ήδη διαφορετική. Και από τότε που η πρόσβασή μου στα βιβλία γίνεται μόνο με κασέτες, δηλαδή με φωνητική ανάγνωση, αναμετρώ πόσο οι λεπτομέρειες με συγκινούν περισσότερο. Αν μέσα στην τάξη διαβάσουμε ή σχολιάσουμε ένα μικρό κείμενο είκοσι στίχων ή είκοσι γραμμών, είναι βέβαιο ότι οι νέοι της τάξης, αν παρακολουθούν (υπάρχουν ωστόσο πάντοτε και μερικοί που παρακολουθούν), θα ακούσουν ή θα παρατηρήσουν ξαφνικά και κατά τύχη, μια λέξη, μια διατύπωση ή μια ιδέα: αυτή η ιδέα, που ξαφνικά γίνεται αντιληπτή με όλη της τη δύναμη, θα ανοίξει μέσα τους το μονοπάτι που προορίζεται να διαρκέσει. Έτσι και εγώ εντυπωσιάστηκα με τους δύο στίχους του Ρακίνα που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά μπορούμε να πιστέψουμε ότι σε κάθε κείμενο, σε κάθε ανάγνωση, θα υπάρξει κάποια μέρα ένας μαθητής για να αντιληφθεί και να δεχτεί κάτι: αυτή η στιγμή της κατανόησης, αυτή η αστραπιαία αντίληψη, δεν θα υπήρχαν αν είχαμε ζητήσει από τον μαθητή να διαβάσει αυτό το κείμενο σπίτι του, χαμηλόφωνα, όπως διαβάζουμε συνήθως μόνοι μας.
Πολλές φόρες, η στιγμή της κατάπληξης ομολογείται αμέσως, είναι ολοφάνερη. Και οι ηθικές προεκτάσεις της φαίνονται καθαρά. Έχω βιώσει ένα πολύ ωραίο παράδειγμα, στα σύντομα χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δεν θα διστάσω να το θυμίσω, αν και ίσως το έχω ήδη αναφέρει σε κάποια άλλη περίπτωση. Ήταν στην αρχή του πολέμου και εξηγούσα ένα μικρό ελληνικό κείμενο του ρήτορα Λυσία, που μιλούσε για όσα συνέβαιναν, όταν στο τέλος του πολέμου εναντίον της Σπάρτης, ο νικητής είχε επιβάλει στην Αθήνα μια κυβέρνηση αντιδημοκρατική. Η κυβέρνηση αυτή, επειδή χρειαζόταν χρήματα, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους μέτοικους, δηλαδή τους ξένους που ζούσαν στη χώρα∙ το κείμενο αφηγείται πως έστειλαν αντιπροσώπους στους μέτοικους για να αρπάξουν τα αγαθά τους, συχνά με την βία: ο αδελφός του Λυσία έχασε εκεί τη ζωή του. Είναι ένα σύντομο κείμενο, ίσως δεκαπέντε γραμμές, που αναφέρει τα γεγονότα χωρίς κανένα σχόλιο, με νηφαλιότητα αλλά και με ζωντάνια. Και ξαναβλέπω τη μικρή κοπέλα, στη δεύτερη γραμμή προς τα δεξιά μου, η οποία ξαφνικά συνοφρυώθηκε, κούνησε το κεφάλι σαν άγριο ζωάκι και μου είπε: «Κυρία, αισθάνομαι αηδία». Διευκρινίζω ότι τη στιγμή που εξηγούσα αυτό το κείμενο, οι βιαιότητες εναντίον των Εβραίων δεν είχαν ακόμα αρχίσει ή τουλάχιστον δεν μας ήταν γνωστές επρόκειτο σε λίγο να ξεσπάσουν, αλλά τότε δεν ξέραμε ακόμα τίποτα. Η συγκίνηση, η αγανάκτηση αυτής της μικρής προερχόταν καθαρά από ένα λογοτεχνικό κείμενο. Σε λίγο, η μικρή θα είχε λόγους να αισθανθεί στην πραγματική της ζωή παρόμοια εξέγερση. Δεν ξέρω αν ένιωσε αυτούς τους λόγους- δεν έμαθα ποτέ τίποτα γι’ αυτήν∙ αλλά οπωσδήποτε το πεδίο είχε ετοιμαστεί, είχε ανοίξει ο δρόμος, η εξέγερση ήταν ήδη εκεί. Μπορούσε να προβάλει πάλι πανέτοιμη, με την πρώτη ευκαιρία, γεννημένη από αυτή, την ασφαλώς λησμονημένη μνήμη, όπως επίσης από την ήδη αφομοιωμένη αντίδραση.
Έχει ξεχαστεί η μνήμη μιας βραχύβιας κυβέρνησης πριν από εικοσιπέντε αιώνες; Πώς να αμφιβάλλουμε; Παρέμεινε όμως αυτή η απέχθεια εναντίον της αδικίας και της βίας, όπως ένιωσε κάποτε αυτό το κοριτσάκι χάρη σε ένα λογοτεχνικό κείμενο που διαβάστηκε στην τάξη.
Θα πρέπει όμως να κάνουμε μία διάκριση. Η περίπτωση που αναφέρω ήταν αξιομνημόνευτη και το παιδί είχε πράγματι εντυπωσιαστεί. Λέω ότι η μνήμη είχε ξεχαστεί, με την έννοια ότι το κορίτσι δεν θα θυμάται σίγουρα πια, το όνομα του Λυσία ούτε τις χρονολογίες εκείνου του καθεστώτος∙ θα μπορούσε ίσως να είχε συγκρατήσει κάποια μνήμη. Αλλά πόσες άλλες εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά! Ίσως οι μνήμες από κείμενα που διαβάστηκαν στην τάξη, χωρίς να έχουν επιλεγεί, και η συχνά η τάξη άκουγε με κάποια αδιαφορία, να διεισδύον ευκολότερα από τις άλλες στους μακρινούς κρυψώνες των λησμονημένων αναμνήσεων.
Θα θέλαμε να ήταν δυνατόν, για να απεικονίσουμε τον πλούτο των θησαυρών αυτών, να τους αποκαλύψουμε και να αποτυπώσουμε κάποια φανερή τους κίνηση. Γιατί από τη φύση τους κρύβονται. Είναι λοιπόν αναγκαίο να συλλογιστούμε το άγνωστο με αφετηρία το γνωστό και να σκεφτούμε, ότι συμβαίνει και εδώ όπως και με τις μνήμες των λησμονημένων γνώσεων, που μένουν, κατά κάποιο τρόπο, πάντα ζωντανές μέσα μας. Από τόσο μικρούς θαυμασμούς και σύντομες ενοχλήσεις, τόσες φευγαλέες συγκινήσεις και αισθήματα αγανάκτησης που θεωρούνται πραγματικότητα, συγκεντρώνεται εδώ ένας θησαυρός, που σιγά σιγά συνθέτει αυτό που είμαστε.
[πηγή: Jacqueline de Romilly της Γαλλικής Ακαδημίας: ο θησαυρός των λησμονημένων γνώσεων, Εκδόσεις το Άστυ 2000]
Φωτογραφία: Alchetron