Κάποτε σύντομα σε λίγο θα ευχαριστούμε τις πληγές που μάς έσωσαν απ’ την αφάνεια της ιστορίας. Θα ευγνωμονούμε το φόβο που μας έκλεισε στα σπίτια μας και χαμήλωσε το βλέμμα μας. Σύντομα θα υποκλιθούμε σε όλους αυτούς που μας θύμισαν πως δεν χάθηκε ο ηρωισμός. Ούτε η σπίθα της φωτιάς στα ακίνητα μάτια μας, ούτε το ρίγος της αφής στα πέτρινα χέρια μας. Σε λίγο θα αντιληφθούμε ξανά την ανθρώπινή μας διάσταση. Σε λίγο. Και για πολύ λίγο…
ΜΟΝΤΑΖ 2
Εικόνα πρώτη και τελευταία.
Δρόμοι πλατείες καταστήματα.
Άνθρωποι πηγαινοέρχονται βιαστικοί.
Ήχοι τροχοφόρων.
Μια εντύπωση προετοιμασίας.
Μια υποψία δράσης.
Ο τόπος απροσδιόριστος.
Ο χρόνος στατικός στο μέσον της σκηνής.
Γύρω του στέκονται τα πρόσωπα των αισθημάτων.
Πίσω τους η απειλή ντυμένη φτωχικά επαιτεί.
Σκηνοθετική οδηγία πρώτη και τελευταία.
Πρέπει να είναι λιγότερη η χαρά
Ακόμα πιο λίγη η θλίψη
ελάχιστος ο πόνος
μηδαμινή η οδύνη
Να μην υποφέρουν τα αισθήματα πρέπει
Ώστε οι πρώτοι ρόλοι
να κλέψουν το φινάλε
Η έκβαση να βρει απόθεμα
Η επούλωση αντοχή.
Και ο χρόνος χρόνο.
Να μετρήσει τις πληγές του.
ΣΚΟΤΑΔΙ
Ο ΕΓΩΙΣΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Τα καλοκαίρια τα αθώωσες λόγω αμφιβολιών.
Τον χειμώνα;
Αυτόν τον καταδίκασες με συνοπτικές διαδικασίες.
Τα χρώματα ήταν ανήλικα
η θάλασσα πονηρή
ο ουρανός υποκριτής
ο ήλιος ψεύτης
τ’ αστέρια ανίδεα.
Μόνο γι’ αυτά μιλούσες. Ναι.
Για αιώνιες αξίες και όρκους αφοσίωσης.
Για άφθαρτα αισθήματα και
αναλλοίωτες αρχές ζωής.
Δεν υποσχόσουν. Δεν υπέθετες.
Βεβαίωνες και όριζες.
Κι είχες να λες
πως δεν πετά η αγάπη
δεν ταξιδεύουν τα όνειρα
δεν τρέχουνε τα δάκρυα
δεν θεραπεύει ο χρόνος.
Καλά τα λες.
Γίγαντα δυνατέ και πάνσοφε.
Καλά τα λες.
Τα όμορφα παντοτινά σου ψέματα.
Αν ειρωνεύομαι; Καθόλου.
Απεναντίας. Και αλήθεια λες.
Υπάρχει κάτι πιο παντοτινό
υπάρχει κάτι πιο όμορφο
από το ψέμα;
ΔΕΝ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ
Δεν επιμένουν.
Ακοίμητοι παγωμένοι χυμοί στο χώμα
δυσκίνητα δάκρυα σε πέτρινους αδένες
αίμα πηχτό που κόπασε η νάρκη.
Δεν επιμένουν
ρίζες που πνίγονται σφιχτά
η μια μέσα στην άλλη.
Δεν επιμένουν
αμίλητα στο νερό που πέφτει πάνω τους
υποταγμένα στο χειμώνα
Δεν επιμένουν
πένθιμα κλαδιά χαμένης Άνοιξης
δύστροπα στα βουίσματα.
Δεν επιμένουν
σώματα που βιαστικά χαθήκανε σε ξένο χώμα.
Δεν επιμένουν.
Φύτρα παράταιρη μπροστά στους τοίχους
στις σκάλες στα παράθυρα
Δεν επιμένουν.
Κοιτούν κρυφά μέσα απ’ τα τζάμια πίσω απ’ τις πόρτες .
Φρουροί ακοίμητοι
τιμητικοί
στα υγρά
φλύαρα κενοτάφια.
ΤΑ ΦΡΟΝΙΜΑ ΟΝΕΙΡΑ
Δεν είμαι αγνώμων.
Έδωσα το παράσημο αντοχής
στη μνήμη και σύνταξή τιμητική.
Να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Την βόλεψαν σε μια γωνιά και τα όνειρα.
Δεν ήταν βέβαια
και το καλύτερό τους.
Στριμώχτηκαν κι αυτά πολύ- γκρίνιαξαν στην αρχή –
αλλά βλέπετε μεγάλωσαν με αρχές
και σεβασμό στους ήρωες.
Δεν την πολυζαλίζουν με φωνές και απαιτήσεις.
Την ακούνε όλη μέρα με προσήλωση (Όχι ολότελα αληθινή) να λέει τα δικά της να εξιστορεί ασύστολα να συγκινείται ακούραστη.
Το βράδυ μόνο. Περιμένουν να αποκάμει πια να αποσυρθεί .
Να βγουν να τρέξουνε επιτέλους ανενόχλητα.
Παιδιά είναι κι αυτά.
Πότε θα παίξουν;
Ξυπνά καμιά φορά κι αυτή απ’ τις φωνές τους
θέλει να κάνει τη σύστασή της να παίζουνε πιο ήσυχα να φρονιμέψουν-νύχτα είναι-
μα γυρίζει πλευρό.
Και κάνει πως κοιμάται.
ΕΛΑ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ ΜΑΖΙ
Έλα να πετάξουμε μαζί.
Να δεις τα φτερά μου. Να δω τα
δικά σου.
Πάει καιρός που τα σκεπάσαμε με
όλα αυτά τα ρούχα.
Πάει καιρός που γίναμε πάλι
άνθρωποι.
Δεν λέω. Καλή είναι κι η γη.
Μα αρχίζω και ξεχνώ
πώς σχίζαμε με δύναμη τον αέρα
πώς χάναμε ακίνητοι το βάρος
μας πάνω απ’ την θάλασσα.
Έλα να πετάξουμε μαζί.
Να σηκωθούμε ψηλά.
Τα βράδια πια ανησυχώ
στο μαλακό μου προσκέφαλο και
στ’ αλαφρό μου πάπλωμα
τόσα πούπουλα φυλακισμένα
αγγίζω
άψυχο στοιβαγμένο υλικό
χωρίς απάντηση
ποιον ουρανό άφησαν
ποιο φτέρωμα σκληρό εγκατέλειψαν και
πώς γίνεται
πως συμβαίνει να
παραμένω κρύος
ορφανός
μέσα σε τούτη
την αμίλητη θαλπωρή.
Έλα να πετάξουμε μαζί.
Είναι τόσο ζεστά τα φτερά πάνω στο σώμα μας.
Έλα.
Πριν φωλιάσουν κι αυτά μες στα λευκά μας είδη.
Πριν προστεθούν στην πολύτιμη προίκα μας.
Έλα.
Προτού ξυπνήσει η λήθη.
Έλα.
Προτού ακούσει η μνήμη.
Ας τες εδώ ξεκούραστες πάνω στα πούπουλα.
Και βγάλε τα φτερά σου.