Σήμερα, που η παντοδύναμη το πάλαι ορθογραφία μπαίνει σε διαδικασίες εκπτώσεων, η ανορθόγραφη ποίηση του Μποστ ενισχύει το ρομαντισμό και την αθωότητα των ελληνικών δαιμονίων της στίξης, προσφέροντας ευδαιμονία και ανακούφιση στα τρέχοντα αφυδατωμένα ήθη της γλώσσας µας.
Ξανθούλης Γιάννης
Η σοφή άλλη ορθογραφία του Μέντη Μποσταντζόγλου, δεν είναι παρά η διάρρηξη της φλούδας των λέξεων, ώστε να επιτευχθεί η αναγωγή των φράσεων σε έννοιες επέκεινα των υπεσχημένων. Πρόκειται επομένως, περί γλωσσολογικού κώδικος.
Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος
Το έργο του Μποστ, είτε μιλάμε για τα θεατρικά του έργα, είτε για τις γελοιογραφίες, τα σατιρικά ή διαφημιστικά κείμενα και τη ζωγραφική του, αποτελεί µια αναρχική καταγραφή του πολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι της νεότερης Ελλάδας, όσο αναρχική μπορεί να χαρακτηριστεί και η ίδια η νεοελληνική ζωή. Το χιούμορ του διαπέρασε τις γραμμές και τα σχήματα της εικονοποιίας και προχώρησε ν’ αγγίξει τη χρήση και τη γραφή της γλώσσας µας (όχι χωρίς αντίδραση!). Δύο ιστορικές καταγραφές είναι χρήσιμες εδώ. Η πρώτη αναφέρεται στη γλωσσική σύγχυση που βίωσε ο ίδιος καθώς, όπως ιστορεί, σε ηλικία 8 ετών ήξερε Ρουμάνικα, Γαλλικά, Τούρκικα και Ελληνικά. Αργότερα έμαθε και Αρχαία Ελληνικά και παρακολούθησε Ιταλικά και Γερμανικά, χωρίς να καταφέρει να τα μάθει ποτέ.
Έπειτα ο Μποστ έζησε και δημιούργησε σε µια εποχή που κυριαρχούσε η καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κοάτουι; αλλά και ως διακριτικό γνώρισμα των συντηρητικών λογίων από τους άλλους, τους καθημερινούς Έλληνες, που προσπαθούσαν να κατακτήσουν µια γλώσσα που δε μίλαγαν και δεν ένιωθαν. (Το διχασμό αυτό επέτεινε η επταετής χούντα, όταν μάλιστα η χρήση της καθαρεύουσας υποδήλωνε και πολιτική συνταύτιση, σύγκλιση ή συμπάθεια µε το καθεστώς).
“Αυτή η διγλωσία εξυπηρετούσε θαυμάσια το Μποστ. Κατείχε και τις δύο γλώσσες. Μόνο που ο λογιωταυτισµός και η συντήρηση του’ διναν στα νεύρα. Έτσι βούταγε στις δύο γλώσσες, ανέσυρε μαργαριτάρια εκατέρωθεν και τα’ πλεκε στο σκίτσο του”. (Κώστας Μποσταντζόγλου)
Ο Μποστ δε δημιούργησε µια γλωσσική “Βαβυλωνία” από έπαρση ή εκκεντρισµό, αλλά από ανάγκη να σπάσει κατεστημένες μορφές, και ιδεολογικούς φραγμούς που κρατούσαν τον Έλληνα σε απόσταση από την ουσία της τέχνης της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής. Έτσι δε διστάζει να πλάθει λέξεις (Ο σουβλισμός του Διάκου) να µας κατακλύζει µε γλωσσικές υπερβολές (έφιπος ιπέφς επί αλόγου!) αλλά και γλωσσικές μίξεις καθαρεύουσας, δημοτικής, αγγλικών, γαλλικών, τούρκικων και αργκό λεξιλογίου. Να συνδυάσει τη Μήδεια µε τα μύδια, την καλόγρια Πολυξένη να την κάνει Πόλυ και τον Πήγασο, Πείνασο. Δε διστάζει να ανακατέψει το Καρναβάλι µε το ακρωτήριο Κανάβεραλ στην Αμερική και να εμπνευστεί δημώδες άσμα και μάλιστα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που άδετε, όπως µας πληοοφορεί “εις τα διαλήματα του Μπέης-Μπωλ”! Στην ορθογραφία του Μποστ, η ίδια λέξη απαντάται µε διαφορετική ανορθογραφία και στίξη, αλλά και µε άλλη φωνητική απόδοση. Έτσι θα “ζωγραφίσει” Εροτόκριτος αλλά και Εροτόκρητος, Κατσαντόνις αλλά και Κατσαντόνις. Περικλής κε Ασπασεία αλλά και Ασπασία κέ Περικλής. Οι σχολιασμοί που συνοδεύουν τις εικόνες του, οι ίδιες οι καλλιγραφημένες λέξεις του είναι µία πρόταση εικονοποιίας, µια πρόκληση για τα µάτια που δευτερόλεπτα στέκονται αμήχανα και διεσταλμένα μπροστά στην ανορθογραφία του, ώσπου να ταράξουν την τρέχουσα λογική µας και να µας κάνουν να ξεσπάσουμε – κυριολεκτικά- στα γέλια µ’ ένα τρόπο αθώο και παιδικό.
Η γλώσσα του Μποστ διαθέτοντας µια εξωτερική μόνον αφέλεια, μάς επιστρέφει στην παιδική µας ηλικία, τότε, που και ανορθόγραφα γράφαμε και παραμύθια λέγαμε και λέξεις μπερδεύαμε και ασυνάρτητα μιλούσαμε. Αυτός όμως ο παιδισμό; του είναι ακριβώς το γνήσιο κυτταρικό στοιχείο της φυλής µας, που ζητά µε “ελαφρότητα αβάσταχτη” να μιλήσει για τα σοβαρά και τα επικίνδυνα.
Ο πολύς Κος Μποσταντζόγλου “νομιμοποίησε” την εκτός νόμων τέχνη του και την έκανε ευαγγέλιο στα χέρια ενός λαού που διψά για αλήθεια και καθαρότητα.
Δεν αγνοεί τους κανόνες της τέχνης ούτε είχε την πρόθεση να τους προσβάλλει. Απλά, όπως εύστοχα σχολιάζει ο Μάνος Στεφανίδης, ο Μποστ “γνωρίζει πως η τέχνη έχει κανόνες µόνο που αυτοί πρέπει να ανακαλύπτονται κάθε φορά από την αρχή”.