ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ
Απλώς να μιλήσω.
Φέρνοντας στο στόμα ήχους της ψυχής μου.
Ψελλίσματα πόνου.
Θραύσματα
από τα βρεγμένα τζάμια της ερημιάς.
Από τις σιωπηρές ώρες της επιστροφής.
Κι από κείνες τις βουβές συνομιλίες.
Για όσα είπα
και για όσα δεν είπα
για όσα φώναξα
και όσα δε φώναξα
στις φωνές αυτών που υπάρχουν
και αυτών
που δεν υπάρχουν πια.
Απλώς να μιλήσω.
Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Στη Χώρα των ποιητών
βρέθηκα άγνωστος τοις πάσι.
Ποιον να ρωτήσω και πώς να το πω;
Χωρίς πρόσκληση στην τσέπη, χωρίς συστάσεις,
τι ζητούσα εδώ;
Γραφεία ευρέσεως εργασίας
ανύπαρκτα.
Μεταφραστές πουθενά.
Δουλειές του ποδαριού
αυστηρώς απαγορευμένες.
Παράνομος, χωρίς χαρτιά, ζητιάνευα λέξεις στις
αγωνίες των δρόμων·
μα έβγαζα ήχους
άγνωστους στους ντόπιους.
Αβάσταχτη η ζωή
στη Χώρα των ποιητών.
Εχθρικός ο τόπος για τους ξένους.
Και μου το ’λεγαν:
«Μάθε πρώτα καλά τη γλώσσα».
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
Πίσω από τα κλειστά παράθυρα
ο Χρόνος σηκώθηκε πρώτος.
Βρίσκει τη Στιγμή άυπνη
στο σαλόνι.
Η Ώρα και τα λεπτά
στα κρεβάτια τους.
Θλιμμένο παιδί το πρωινό
ανυπόμονο
περιμένει απ’ έξω.
(Ν’ ακούσει θόρυβο.)
Σκουντά η Βροχή
τα νυσταγμένα λεπτά.
Εκείνα θυμωμένα
αλλάζουν πλευρό.
Στέλνει κι ο Χρόνος
τη Στιγμή να τους ξυπνήσει.
Η Ώρα ξεσκεπάζεται
και βιαστική πετάγεται στην πόρτα.
Ν’ ανοίξει στο μουσκεμένο παιδί.
ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΠΟΧΗ
Μου λες να κόψω
τις αγάπες και τα λουλούδια
κι εσύ ανθίζεις.
Μου λες να περπατήσω στα σύννεφα κι εσύ τα κάνεις βροχή.
Μου λες να σ’ αγγίξω
κι εσύ χάνεσαι.
Μου λες να σε ξεχάσω
κι εσύ με γεμίζεις λέξεις.
Μου λες να κλείσω τα μάτια
κι εσύ αγρυπνάς.
Μου λες να διώξω το σκοτάδι
κι εσύ νυχτώνεις.
Μου λες ν’ αγκαλιάσω το φεγγάρι
κι εσύ με ξεγυμνώνεις στο φως.
Μου λες να μιλήσω
κι εσύ σιωπάς…
Τι δύσκολη Εποχή που είσαι…
Πουθενά δε σε βρίσκω…