Βιβλιοπαρουσίαση της Χρύσας Αλεξοπούλου για τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Λ. Αποστόλου, «Ο Χρόνος και τα Τέσσερα Φτερά»
Ο Γιώργος Αποστόλου μάς καταθέτει την νέα του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ὁ χρόνος καί τά τέσσερα φτερά που κυκλοφορούνται από τις καλαίσθητες Εκδόσεις των Φίλων. Η σύνθεση περιέχει τέσσερις ενότητες, τα τέσσερα φτερά: Νους, Έρως, Κτίσις, Ανάγκη.
Η έναρξη της ενότητας Νους γίνεται με τις λέξεις : Οι λέξεις σου/ήσυχες εκβολές πελάγους/λοξά μονοπάτια λεωφόρων, έτσι αρχίζει το πρώτο ποίημα και ολοκληρώνεται με τη μνήμη και το μνημείον. Ο ποιητής καταφέρνει από την αρχή να αποδώσει τις βασικές διεργασίες του νου, έκφραση και μνήμη. Ο νους εκφράζεται, θυμάται αλλά και κατανοεί και η κατανόηση αρχίζει από την κατανόηση των ανθρώπων με τους οποίους αλληλοεπιδρούμε. Είναι δύσκολο το αγώνισμα και δεν μαθαίνεται, Δεν έμαθα να διαβάζω τους ανθρώπους, παρατηρεί ο Αποστόλου, κι όμως χρειάζεται να τους «διαβάσουμε» και κυρίως να τους ερμηνεύσουμε, να τους μεταφράσουμε μας προτείνει: Είναι τουλάχιστον παρήγορη/-στη θέση μιας άχαρης ανάγνωσης/ή στη θέση μιας κενής απαγγελίας-/μια τίμια εξάσκηση στη μετάφραση. Για τον ποιητή σύμφυτη με τη νόηση μοιάζει να είναι η επιδίωξη της δόξας, δηλαδή η αναγνωρισμένη καταξίωση· ο ίδιος όμως ξέρει ότι η προσωπική δόξα, όσο κι αν είναι αποδεκτή η επιδίωξή της, παρέρχεται, ενώ παραμένει η δόξα που κατακτήθηκε συλλογικά στον ιστορικό χωροχρόνο. Ο προβληματισμός αυτός αναπτύσσεται στο ποίημα Δόξα.
Ο χρόνος για τον πεπερασμένο άνθρωπο έχει ορισμένη έκταση και ένα τέλος, αλλά το τέλος, σύμφωνα με τον ποιητή, ορίζεται μερικώς και από τις αρνήσεις μας: Η άρνηση στη ρίζα/είναι το τέλος./ Η άρνηση στη θάλασσα/είναι το τέλος./Η άρνηση στο πέταγμα / είναι το τέλος. / Η άρνηση στο δάκρυ μου / είναι το τέλος ( Άρνηση). Η άρνηση είναι νοητική διεργασία, είναι επιλογή καθοριζόμενη και από τον χρόνο. Μέσα στον χρόνο αποικούμε το φως ή το σκοτάδι, κρυβόμαστε ή αποκαλυπτόμαστε, διαχειριζόμαστε επιλογές, αβεβαιότητες, συναισθήματα και κρατάμε τη θέρμη του μέλλοντος χρόνου.
Η φιλολογική εξάρτυση του Αποστόλου οδηγεί την ποίησή του να αρδευτεί από τη φιλοσοφική σκέψη και μάλιστα αυτή την τόσο πρόσφορη, για ζητήματα του Νου, σκέψη του Πλωτίνου, ο οποίος μετά το Εν θεωρεί ως πρώτη υπόσταση τον Νου. Διαβάζουμε στην κατακλείδα του ποιήματος Ο κήπος του Πλωτίνου: Αυτό που οι λέξεις το είπαν Αγάπη. Το είπαν Λόγο./Το Αιώνιο Ένα.
Ο ποιητής αναμετράται με διάφορα μεγέθη σε διαστάσεις που μας καθορίζουν, αλλά και μας ξεπερνούν, αντοχή, αφοσίωση, ευπρέπεια, πίκρα, σιωπή, πλάνη, απώλεια, νόσος, αγάπη. Όταν θα αγαπήσω για τελευταία φορά/θα ξέρω λιγότερα για τη ζωή/θα έχω ξεχάσει πολλά/και θα απαιτώ ελάχιστα, συνειδητοποιεί εν τέλει μετά την κοπιώδη αναμέτρηση του νου. Όμως ο νους χωρίς τον λόγο δεν εκφράζεται, δεν υπάρχει κι ο λόγος για να γίνει έλλογος απαιτεί τη Γραμματική του, η οποία υποστασιοποιεί, κατά τον ποιητή, ουσιαστικά κι επίθετα, άλλοτε ενοχικά και ηττοπαθή , άλλοτε φοβισμένα και υπερευαίσθητα, που σηκώνουν έννοιες βαριές, όπως η Αγωνία και η Απώλεια. Η πρόταση της Γραμματικής του Γιώργου Αποστόλου είναι να ξεκινάει κανείς από μικρές και περιεκτικές φράσεις που δεσμεύουν τον νου στο ουσιώδες και αναγκαίο: Σε θυμάμαι, σε περιμένω, σε σκέφτομαι, σε υπολογίζω, σε φροντίζω, σε χάνω, σε κρατώ.
Η ενότητα Νους άρχισε με τις λέξεις και τελειώνει με τα ποιήματα. Τώρα τα ποιήματα, ο τίτλος του καταληκτικού ποιήματος, επειδή ακριβώς τα ποιήματα είναι η μυστηριακή συνεύρεση των λέξεων.
Η δεύτερη ενότητα έχει τον τίτλο Έρως, το άλλο φτερό του χρόνου. Είναι η αγάπη με πάθος για πράγματα, καταστάσεις, πρόσωπα, στοιχεία της φύσης, που γονιμοποιούν την ύπαρξη και νοηματοδοτούν την πορεία στη ζωή. Ο ποιητής έχει την ανάγκη να προβάλει την αξία εκείνων που μάθαμε να θεωρούμε συνηθισμένα και την ύπαρξή τους αυτονόητη: το δέντρο, το νερό, το φως, τη βροχή, τον ήλιο. Από τον έρωτα γι’ αυτά χρειάζεται να αρχίζουμε ώστε στη συνέχεια να αναλαμβάνουμε τη δύσκολη και συνεχή διαδικασία της αυτογνωσίας, πριν με ενσυναίσθηση συναντήσουμε τον Άλλον. Διαβάζουμε: Δεν είναι ξένο ό,τι ακόμα δεν γνώρισες./Δεν είναι ξένο ό,τι ακόμα δεν άκουσες./Στο χρόνο και στη στιγμή χωρίς αιτία/έρχεται κάποτε η φωνή./Αυτή που κάποτε έχασες./Αυτή που κάποτε ξαναβρίσκεις./Αυτή που πάντα είναι η αιτία σου. Ή στο ποίημα Υποψία διαβάζουμε: Φοβάμαι τη μέρα/που θα πάψει να με πνίγει το δίκιο/να με αγανακτεί η χαμένη ευκαιρία …Και τη νύχτα φοβάμαι/που χωρίς αιτία θα περιμένω να ξημερώσει/με καρφωμένα μάτια στο μπαλκόνι.
Η βυθομέτρηση της ύπαρξης με μετρονόμο τον χρόνο εξελίσσεται όλο και πιο διεισδυτικά. Στίχοι, όπως πόσο μας μεγάλωσαν τα γεγονότα ή μεγάλωσα θα πει δειλιάζω…μεγάλωσα θα πει ξαναπαίζω, προκαλούν τον αναγνώστη να στοχαστεί απολαμβάνοντας συγχρόνως το όχημα του στοχασμού, τη γλώσσα. Αυτό, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι η ποίηση;
Η ενότητα Έρως κλείνει με το ποίημα Ευχαριστίες. Διαβάζω: Να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ/σε όσους μας τράβηξαν στο χορό της αγάπης,/ στα ξαφνικά γυρίσματα του έρωτα,/στ’ αυθόρμητα λικνίσματα του πόθου./Να τους πούμε ευχαριστώ για αυτόν το χορό./Χωρίς αυτούς θα ήμασταν ακόμα/στο τραπέζι. Νομίζω εδώ είναι περιττή κάθε ερμηνευτική προσέγγιση.
Η τρίτη ενότητα έχει τον τίτλο Κτίσις. Το βιωματικό περιεχόμενο της λέξης διαφέρει πολύ από το γνωστικό, διαφορά που ο Αποστόλου προοικονόμησε, όταν ήδη στην προηγούμενη ενότητα δήλωσε είμαι πάνω από όλα άνθρωπος/και μετά ιδιοκτήτης (στο ποίημα με τίτλο Συμφωνητικό). Κτίσις είναι η εξοικείωση με πρόσωπα και πράγματα, με γεγονότα και καταστάσεις, με συναισθήματα έτσι ώστε το μέγεθος «χρόνος» να μεταβάλλεται άλλοτε εκτεινόμενο, άλλοτε συρρικνούμενο κι άλλοτε παραδόξως μηδενιζόμενο: χωρίς χρόνο/χωρίς στιγμή, διαβάζουμε, ή εκτός χρόνου, εν παντί καιρώ, χωρίς απόληξη χρόνου, ο χρόνος, κοφτός και παρατατικός, διόρθωσε. Αντικείμενα απλά, καθημερινά, το πάτωμα, τα σεντόνια, τα πορτατίφ, το ράφι, γίνονται σύμβολα, νοσταλγικό ενθύμημα, βουβά σινιάλα αισθημάτων και μαζί τους προχωρούμε αφήνοντας ανοιχτή πάντα την πόρτα στον χρόνο και στα ιδιότυπα παιδιά του, τα ποιήματα: τα ποιήματα δεν είναι δικά μας παιδιά./Είναι παιδιά του χρόνου./Εμείς απλώς παρασταθήκαμε στο γενέθλιο γεγονός, δηλώνει ο ποιητής στο ποίημα με τίτλο Αποπαίδι.
Η συλλογή ολοκληρώνεται με την ενότητα Ανάγκη. Κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη η Ανάγκη είναι η κυρίαρχη δύναμη που εξουσιάζει τα πάντα και στις επιταγές της υπακούουν ακόμα και οι θεοί. Το πρώτο μέρος της ενότητας περιέχει μια εκτεταμένη σύνθεση με δύο μέρη και τίτλο Βιογραφία ονείρου. Στο α΄ μέρος ο ποιητής επιλέγει εικονιστική γραφή που αποπνέει ατμόσφαιρα αποκάλυψης, ο ήλιος αρρώσταινε/η θάλασσα μύριζε, και η χαμένη θάλασσα βγήκε στην έρημο/κι έγινε η έρημος πυθμένας της θάλασσας.
Κατά τη γνώμη μου είναι αλαζονεία να πιστεύει όποιος διαβάζει κριτικά ένα ποιητικό έργο ότι διαθέτει τα «κλειδιά» για να το «ξεκλειδώσει», να το ερμηνεύσει με βεβαιότητες. Απόπειρες γίνονται, μόνο ο δημιουργός γνωρίζει, αν και συχνά το δημιούργημά του αυτονομείται και πάει πιο μακριά, τον πάει πιο μακριά. Έκανα αυτή την παρέκβαση γιατί στο ποίημα της ενότητας με τίτλο Βιογραφία ονείρου εγώ βλέπω να νοηματοδοτείται η ανάγκη του ανθρώπου να προσεγγίσει το θείο. Το ύφος, η αγωνία και τα διάσπαρτα βιβλικά χωρία νομίζω ότι ενισχύουν την άποψή μου. Ο αναγνώστης βέβαια ποτέ δεν ξέρει αν η πρόσληψή του ταυτίζεται ή έστω συναντά τις προθέσεις του ποιητή. Ο ποιητής Ουνγκαρέτι επ’ αυτού πολύ εύστοχα παρατηρεί «το θαυμαστό είναι πως η ποίηση, καθώς και όλες οι τέχνες, κατορθώνουν και επιλύουν την αντίθεση ανάμεσα στο μοναδικό, το προσωπικό και το οικουμενικό».
Επανέρχομαι στη συλλογή με την παρατήρηση ότι σε αυτή την ενότητα σταδιακά αναφαίνονται κι άλλες μορφές Ανάγκης, η ανάγκη για συνύπαρξη με τον συνάνθρωπο, η ανάγκη για Αγάπη, η ανάγκη για το βίωμα της αρμονίας με τη φύση. Στο ποίημα Σπήλαιο η ανάγκη της ενδοσκόπησης, της εξερεύνησης των σπηλαιωδών οικήσεων του «είναι» οδηγεί, κατά τον ποιητή, σε τιμαλφείς σκιές, πολύτιμους ήχους/κι ένα βαρύτιμο χάος. Στο ποίημα Προειδοποίηση η δική μου πρόσληψη βλέπει τον εσωτερικό διάλογο του Γιώργου Αποστόλου με την υποστασιοποιημένη Ανάγκη, η οποία όμως φέρει διάφορα προσωπεία και στην προκειμένη περίπτωση το πιο δυναμικό και αποτρόπαιο είναι αυτό του Φόβου.
Όλα μια ανάγκη τα κινεί, διαπιστώνει ο ποιητής, κι αυτή την παντοδύναμη Ανάγκη επιλέγει να τη γράφει με Α, ακριβώς γιατί τη θέλει μετατιθέμενη σε άλλο επίπεδο, πέρα και πάνω από τα ανθρώπινα. Η Ανάγκη προκαλεί Συναγερμό, οργανώνει Πολιορκία, γεννά Ευθύνη, αναζητά την Έξοδο, το ύστατο έαρ. Είναι απειλή και κινητήριος δύναμη συνάμα.
Στης Ανάγκης την κυριαρχική δύναμη βλέπω να εντάσσεται και η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας στο ποίημα με τον τίτλο Το αίσιον τέλος. Έλα να πετάξουμε μαζί, μας προσκαλεί επαναληπτικά το ποιητικό υποκείμενο, Να σηκωθούμε ψηλά, κι αυτή η πρόσκληση-πρόκληση μπορεί να απευθύνεται στον εαυτό του αλλά και στον καθένα μας. Είναι πρόκληση ανάτασης εντός της Ανάγκης. Στο πολύστιχο ποίημα Οι ωραίες μέρες κυριαρχεί η έννοια του χρόνου, τετμημένου σε μέρες. Η ανθρώπινη οσμή του χρόνου, λέει ο ποιητής. Αυτή συμπλέκει χρόνο και άνθρωπο· χωρίς την ύπαρξή μας ο χρόνος είναι κενός. Δεν υπάρχει λογική χωρίς χρόνο διαπιστώνει κατηγορηματικά ο Αποστόλου ή αλλιώς: Με το χρόνο τρέφονται τα ανθρώπινα, χρόνος που περνά γρήγορα: Ω, πόσο γρήγορα όλα έτρεξαν/πόσο γρήγορα όλα πέταξαν/πόσο γρήγορα όλα πέρασαν/μες στην απόλυτη ακινησία…Γρήγορα για τον άνθρωπο, ακίνητα για τον ίδιο τον χρόνο, μια οξύμωρη πραγματικότητα.
Η συλλογή κλείνει με το ποίημα Ιστορία. Πώς αλλιώς θα δηλωνόταν η πραγματικότητα ότι ο βιωμένος χρόνος είναι Ιστορία; Σε αυτόν τον χρόνο περιλαμβάνει ο ποιητής τον τόπο, την πατρίδα, το γένος, τη φυλή, τη γλώσσα, το σώμα, τη νόηση, τα αισθήματα, τις αναμνήσεις, όλα όσα συνιστούν το «υπάρχειν».
Επιτρέψτε μου τώρα ορισμένες αναφορές στη μορφή της ποιητικής συλλογής και τη γλώσσα. Παρατηρούμε ότι σε ορισμένα από τα ποιήματα προηγούνται μικροποιήματα -εκτός από το πλατωνικό παράθεμα κι εκείνο του Πλωτίνου- που λειτουργούν προοιμιακά εισάγοντας τον αναγνώστη ομαλότερα στην κυρίως σύνθεση. Μπορεί να πρόκειται για ένα είδος σπερματικής ιδέας· αυτό το ξέρει ο ποιητής και θα ενδιέφερε να το μοιραστεί μαζί μας, γιατί έτσι θα αποκαλυφθεί μία οδός έμπνευσης. Εντυπωσιάζει επίσης η εικονοποιία που χαρακτηρίζει το έργο, εικόνες, οπτικές, ακουστικές, δημιουργούν μια κινηματογραφική γραφή που παρασύρει τον αναγνώστη, αλλά μέχρι ένα σημείο, δεν τον δεσμεύει απολύτως, αντίθετα τον κινητοποιεί και του ζητά να συνθέσει τις δικές του εικόνες. Στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο Μοντάζ 2 αυτή η επιλογή του ποιητή αποκαλύπτεται πιο καθαρά.
Ως προς τη γλώσσα, λειτουργεί δυναμικά το ρήμα, σε αυτό ανατίθεται πάντα η υπηρέτηση του νοήματος, όπως άλλωστε συμβαίνει εν γένει στον λόγο, μόνο που συχνά στην ποιητική έκφραση αυτή η βασική συνθήκη καταστρατηγείται. Εδώ ο ποιητής στηρίζεται στο ρήμα και τολμά να το χρησιμοποιεί στη διαχρονία του, γι’ αυτό συναντάμε ρηματικούς τύπους όπως: δεικνύει, υψούται, τελειούται, ασπαζόμενος, αγαπώντες, ομολογούντες, επωλήθη.
Τελειώνοντας οφείλω να αναγνωρίσω ότι ο Γιώργος Αποστόλου τόλμησε να αναλάβει τον δυσκολότερο αγώνα, τον αγώνα με τον χρόνο· τόλμησε να τον αναλύσει μέσα από τις εκφράσεις κι εκφάνσεις του, να διεισδύσει στις πτυχές του που συμπλέκονται με εκείνες της ζωής του καθενός μας. Στοχάστηκε δημιουργικά πάνω στο μέγεθός του, στα τέσσερα φτερά του, και μας θύμισε σαν σε μύηση τα μυστικά του χρόνου, στην ουσία, τα μυστικά της ύπαρξης! Όταν μελετώ τέτοιου επιπέδου ποίηση επιβεβαιώνω την άποψη ενός σύγχρονου Έλληνα διανοητή, σύμφωνα με την οποία «η ποιητική γραφή προτείνει αναβάθμιση των λειτουργιών της ίδιας της συνείδησης».
Σε ευχαριστούμε, αγαπητέ Γιώργο!