Βιβλιοκριτική του ψυχολόγου και συγγραφέα Γεώργιου Φραγκάκη για τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Λ. Αποστόλου, «Ο Χρόνος και τα Τέσσερα Φτερά»
Μου φαίνεται τόσο συγκινητικό που η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Ο χρόνος και τα τέσσερα φτερά» του Γιώργου Αποστόλου γίνεται εδώ, στο χώρο όπου ο Γιώργος εμπνέει και εμπνέεται. Οι μαθητές του μπορούν να επιβεβαιώσουν το πρώτο, η γνωριμία μου μαζί μου επιβεβαιώνει το δεύτερο.
Ο χρόνος και τα τέσσερα φτερά είναι, για μένα, ένα ταξίδι ενός “ήρωα”, ο οποίος κουβαλά τις βαριές ταυτότητες όλων μας, προς την εσωτερική πραγμάτωση. Εκείνη την αναπτυξιακή τάση που ωθεί το άτομο προς τη διατήρηση, την ενίσχυση και τη διαφοροποίηση του εαυτού του από τους άλλους.
Ο πατέρας της προσωποκεντρικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης Carl Rogers, αναφέρει: «Ο καθένας μαθαίνει πολύ νωρίς στη ζωή του ότι θα τον αγαπήσουν πιο εύκολα αν συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι αρχίζει να ζει σαν σε κοχύλι. Αυτό το κοχύλι μπορεί να είναι ακριβώς ένας ρόλος τον οποίο παίζει συνειδητά, γνωρίζοντας πολύ καλά —τουλάχιστον κατά βάθος— ότι ο ίδιος είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν τον ρόλο». Εάν, λοιπόν, κάθε άτομο δεν αισθάνεται ευχαριστημένο με το να είναι απλά ο εαυτός του και να επιτρέπει και στους Άλλους να κάνουν το ίδιο, τότε κινδυνεύει να ζει αποκομμένο από τον κόσμο, μέσα σε ένα αδιάφορο σύμπαν με την αναπάντητη αναρώτηση: «Τι νόημα μπορεί να ‘χει η ζωή;» Το ερώτημα του υπαρξιστή ψυχιάτρου Irvin Yalom αναδύεται ως φυσικό επακόλουθο: «Μπορεί ο καθένας να δημιουργήσει ένα αυτόνομο νόημα για να αντέξει τη ζωή του;»
Η ποιητική συλλογή του Γιώργου, θυμίζει εγκεφαλικό παιχνίδι πάνω στη σκακιέρα ενός υπαρξιακού αγώνα, διαπραγματεύεται ζητήματα αιώνια και πανανθρώπινα: Τη σύνδεση και την αποσύνδεση, την υπέρβαση και την απώλεια, το Α και το Ω.
Ποίημα:
Μετάφραση
“Εἶναι τουλάχιστον παρήγορη
–στή θέση μίας ἄχαρης ἀνάγνωσης ἤ στή θέση μιᾶς κενῆς ἀπαγγελίας– μιά τίμια ἐξάσκηση στή μετάφραση
Ἄν ὑπολογίσει κανείς
τό πλῆθος τῶν χαμένων στιγμῶν ἤ
τό πλῆθος τῶν χαμένων ἐλπίδων ἤ
τό πλῆθος τῶν χαμένων αἰσθήσεων πού ἔμειναν ἀμετάφραστες”.
- ΔΟΞΑ
Kάτι ἔνδοξο ζητοῦσα χωρίς πόλεμο χωρίς ὄλεθρο,
ἀφοῦ συμφώνησα μαζί μου πώς μόνο μία δόξα ἀθάνατη ὑπάρχει
μόνο μία δόξα κατοικεῖ στά ἱστορικά μας ἐρείπια.
Αὐτή πού βρήκαμε νά περπατεῖ μονάχη πρίν ἀπ’ τή μάχη.
Με μαεστρία καταφέρνει να βυθιστεί στην αμείλικτη πεζότητα της καθημερινής ζωής, να διηγηθεί μια εσωτερική κατάσταση και να μιλήσει καθαρά, ωμά και ανοιχτά για τα βιώματα που όλους λίγο πολύ μας σφραγίζουν.
ΜΕΓΕΘΗ
5: “Μή γράφεις ἄλλο γιά τή θάλασσα μή γράφεις γιά τόν οὐρανό.
Τόσα τοπία μέσα σου ἀπάτητα ζητοῦνε ἐντοπισμό.”
9: Γεννᾶ ψηλά παιδιά ἡ ἀπώλεια.
Γι’ αὐτό κι ἡ ματαιότητα μᾶς πέρασε πολλά κεφάλια.
11: Κύκλοι πού δέν κλείνουν, δέν κυλοῦν.
Με ελεύθερους συνειρμούς, συναισθηματικές ελπίδες και στερημένες προσδοκίες, ξετυλίγει την αντιφατική και πολυσύνθετη προσωπικότητα του σύγχρονου ανθρώπου: Μοναχικός αλλά και συντροφικός, σίγουρος αλλά και αβέβαιος, ψύχραιμος παρατηρητής αλλά και πάσχον υποκείμενο ή, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Ποίημα “Η μνήμη του Νερού”: Στεγνός και αδάκρυτος”.
- Η ΦΩΝΗ
“Αὐτό πού σκέφτεσαι εἶναι ἄν εἶμαι κι ἐγώ ἕνα ψέμα πού πέρασες γιά ἀλήθεια
ἤ μιά ἀλήθεια πού εὐχήθηκες νά εἶναι ψέμα”.
Επιδιώκει έναν ευθύ και ειλικρινή στοχασμό πάνω στη μεγαλύτερη, ίσως, ανάγκη για τον άνθρωπο: Το πώς να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τους Άλλους. Με τις συνθέσεις του, ανοίγει ένα παράθυρο στις αλήθειες της ζωής με πάθος και αρτιότητα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως σκιαγραφεί έναν άνθρωπο περιορισμένο στον χώρο του εαυτού του, σε ακατάπαυστη αναζήτηση να μετακινηθεί από το δυσβάσταχτο πεδίο του «Εγώ» και να εισχωρήσει στο, γεμάτο προσδοκίες, πεδίο του «Εσύ». Πόσο απλή είναι, όμως, μια τέτοια προσέγγιση;
- Η ΦΩΝΗ
Ξέρω πώς ποτέ δέν μ᾽ ἄκουσες μέχρι τώρα νά σοῦ μιλῶ. Ποτέ δέν ἔνιωσες τή χροιά τῆς ἀλήθειάς μου.
Εἶχες πάντα τήν ἄλλη σου φωνή. Τώρα ἡ δική μου σοῦ φαίνεται ξένη. Δέν εἶναι ξένο ὅ,τι ἀκόμα δέν γνώρισες.
Δέν εἶναι ξένο ὅ,τι ἀκόμα δέν ἄκουσες. Στό χρόνο καί στή στιγμή χωρίς αἰτία ἔρχεται κάποτε ἡ φωνή.
Αὐτή πού κάποτε ἔχασες.
Αὐτή πού κάποτε ξαναβρίσκεις. Αὐτή πού πάντα εἶναι ἡ αἰτία σου.
Ἡ φωνή. Ἡ αἰτία σου.
Πού ὅταν τήν βρίσκεις νιώθεις πώς ὅλα θά ἤθελες νά τά ξαναζήσεις ἀπό τήν ἀρχή.
Ὅλα θά ἤθελες νά τά ἀγαπήσεις ἀπό τήν ἀρχή. Κι ἄς μείνεις μέ ἄδεια χέρια.
Ἡ φωνή.
Πού ὅταν τήν βρίσκεις ποθεῖς ἄπληστα μιά μέρα ἀκόμα μετά τήν αἰωνιότητα.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως η ποιητική συλλογή “Ο χρόνος και τα τέσσερα φτερά” αποτελεί έναν ευρηματικό χάρτη της ψυχής όπου ο ποιητής σκιαγραφεί την εσωτερική επικοινωνία του ήρωα, η οποία, αν και εφικτή, είναι τελικά εύθραυστη.
ΕΚΤΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ
Καί θές νά πεῖς πώς εἶσαι ἐδῶ καί ὑπάρχεις γιά σένα καί γιά τούς ἄλλους.
Νά αἰχμαλωτίσεις πάνω σου τήν ἔκπληξη τό μέγεθος τῆς ἀποδοχῆς.Τό ξέρω.
Εἶναι γιά αὐτήν τήν παρένθεση πού γίνονται ὅλα.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν πρόταση πού ζοῦμε
μιά παρένθεση πασχίζει νά ὑπάρξει.
Μία ἄχαρη παρένθεση στή θλιβερή μας πρόταση.
Μία παρένθεση. Ἐκτός δικτύου.
Ο ρόλος της επιφάνειας των πραγμάτων, σε αντιδιαστολή με το κενό που αφήνουν, οι σχέσεις που αιωρούνται σε κενό χώρου και χρόνου, οι λεπτομερείς περιγραφές που εστιάζουν στο άτομο σε αντίθεση με τις φευγαλέες εικόνες που παράγουν μόνο ασάφεια και η σκηνογραφική, πολλές φορές, τοποθέτηση των συγκινήσεων είναι τα στοιχεία που συνθέτουν μια προσωπική «ελεγεία» προς την ροτζεριανή πραγμάτωση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το εγχείρημα του Γιώργου να συνθέσει αυτόν τον προσωπικό και άκρως ευάλωτο αγώνα, έχει επιτευχθεί. Με τρόπο προσωπικό, που κάποιες φορές εγκλωβίζει τον ήρωα στις σκέψεις και τις εμμονές του αλλά, από την άλλη μεριά, με φανερή ειλικρίνεια, κερδίζει σε αμεσότητα. Έτσι, ο αναγνώστης λαμβάνει το δώρο ενός βαθύτατου καθρεφτισμού καθώς είναι σε θέση να ακολουθήσει τις περιπλανήσεις του ήρωα στο εσωτερικό σύμπαν των αναγκών μιας πεινασμένης ψυχής, να συναντήσει σε παράδοξα σημεία οικείες σκέψεις ώστε τελικά να συναντηθεί με τον «αυθεντικό εαυτό» του.
ΣΑΝ ΦΥΣΗ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ
Σάν φύση νά ὑπάρχω. Νά φέρνω τό τέλος.
Νά ἀκολουθῶ τόν καιρό. Νά μεταβαίνω.
Σάν φύση νά ὑπάρχω.
Σέ κανόνα. Σέ ἐξαίρεση.Ἐνοποιός.
Νά ἀποκόπτω. Νά ἀποβάλλω.
Σάν φύση ὁριστικός. Σάν φύση καθαρτικός.
Στα ποιήματα, ο ήρωας αγωνίζεται μέσα στον ψυχισμό της ύπαρξής του. Η έκφρασή του διαμορφώνει ένα εξομολογητικό ή/και στοχαστικό ύφος. Το πρώτο ενικό αποτελεί από τη μια έναν ποιητικό καθρέφτη της εμπειρίας της ζωής και, από την άλλη, συντελεί ως συνδετικός κρίκος στον πανανθρώπινο αγώνα να περιθάλψουμε την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, η οποία, ως επί το πλείστον, είναι δημιουργημένη όχι από εμάς τους ίδιους, αλλά από τους γύρω μας.
ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ
“Ξέρεις πῶς εἶναι οἱ μεγάλοι. Μεγάλωσα θά πεῖ δειλιάζω. Μεγάλωσα θά πεῖ χαϊδεύομαι. Μεγάλωσα θά πεῖ ξαναπαίζω. Ἐσύ κάνε πώς δέν καταλαβαίνεις”.
Ασφαλώς, όλες οι προσπάθειες, οι κανόνες, η ηθική, οι αξίες, εφευρέθηκαν με σκοπό να ωφελήσουν την ανθρωπότητα, όμως, πολλές φορές, καταλήγουν να χτίζουν ανθρώπινες φυλακές. Στην ποιητική συλλογή σκιαγραφείται αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια να λάβουμε την αποδοχή και τη θετική αναγνώριση από τους Άλλους, πολλές φορές είτε διαστρεβλώνοντας είτε αρνούμενοι σχεδόν εξ ολοκλήρου την εσωτερική μας υπόσταση. Έτσι, κυοφορώντας αυτή την ακάλυπτη ανάγκη και ταυτόχρονα προσπαθώντας να συνυπάρχουμε μαζί τους, μοιάζει σαν να κολυμπάμε αντίθετα στο ρέμα: Είναι εξαντλητικό και δεν επιτρέπει τη φυσική κατάσταση ροής του ανθρώπου κατά την οποία γίνεται ο ίδιος η πράξη, όπως ένας ποιητής γίνεται το ποίημα.
ΕΛΙΞΗΡΙΟ
Εἶναι παιδιά οἱ ποιητές δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς.
Τό δείχνουν οἱ ἀντιδράσεις τους.
Τούς βασανίζουν τά αἰσθήματα
τούς τυραννοῦν οἱ σκέψεις
ποτέ δέν ἱκανοποιοῦνται πάντα ζητοῦν.
Καί τό σοβαρότερο, δέν ἔχουν αἴσθηση κινδύνου.
Πότε κλεισμένοι ἑρμητικά στόν ἑαυτό τους
κοιτοῦνε ἀπό μέσα τήν ταραχώδη περιπέτεια τῆς ζωῆς
πότε ὀρθάνοιχτοι μοιράζονται μέ ὅλους τή χαρά τους.
Βλέπουνε ὄνειρα πολλά.
Ἔχουν ξεσπάσματα θυμοῦ καί ἐκρήξεις ἐνθουσιασμοῦ
θλίψη μελαγχολία μπόλικη
καί ἀφέλεια –ναί– προχωρημένη ἀφέλεια.
Ἐν τέλει δέν βλέπω ποῦ διαφέρουν ἀπό τά παιδιά. Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τους παρόμοια.
Βλέπουν σέ μεγάλες ἀποστάσεις
Ἀκοῦν καί τούς παραμικρούς ψιθύρους. Ὄσφρηση εὐαίσθητη. Ἀνάσα γερή.
Καλά ἀντανακλαστικά
Μέ ἄλλα λόγια ὀργανισμός μικροῦ παιδιοῦ.
Βεβαίως κάποτε τά παιδιά μεγαλώνουν. Καί παύουν νά τά ζητοῦν ὅλα.
Ἐκεῖνοι δέν φαίνεται ν’ ἀκολουθοῦν τον κανόνα καί παραμένουν στάσιμοι.
Σέ ὅλα.
Ἔτσι ζοῦν μέχρι τό τέλος. Ἀγκαλιά. Τά μαμμόθρεφτα.
Έτσι, η πορεία της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Αποστόλου μοιάζει με ένα διερευνητικό εσωτερικό μονόλογο που αποζητά απαντήσεις για τον εαυτό, τη σχέτιση, τη μνήμη και το κεντρικό, και βέβαια αναπόσπαστο, μέρος του ανθρώπινου βίου —την πραγμάτωση. Κάποια στιγμή, το ερωτικό πάθος μεταμορφώνεται σε λογική και εξατμίζεται. Η στάση του υπογραμμίζει την πικρή αλήθεια, πως αργά ή γρήγορα, σαν μέσα από θραύσματα του μυαλού, οι άνθρωποι κουράζονται να παίζουν συμβατικούς και «υπό όρους» ρόλους. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν την ασυμβατότητα ανάμεσα σε αυτό που νιώθουν, σε αυτό που υποχρεώθηκαν να δείχνουν ότι νιώθουν και, παραδίδονται στον απόκοσμο ήχο μιας αιχμάλωτης ευτυχίας. Αυτή η διαπίστωση, τούς οδηγεί σιγά-σιγά στην αποκάλυψη ότι για να έρθουν σε ουσιαστική επαφή με τον Άλλον, οφείλουν πρώτα να καταδυθούν εντός τους. Μια διαδικασία που φαντάζει σαν ένα ολόκληρο ταξίδι. Ένα ταξίδι που ξεκινάει από το σημείο που αντίκρισαν τον Εαυτό τους στο «Τώρα» με τη μορφή του «Τότε». Αγώνας αιματηρός αρκετές φορές, με θύματα, πληγές και απογοητεύσεις αλλά και με μια έντονη κραυγή για επαφή. Έτσι, ο ποιητής, βαθιά υπαρξιστής και συναισθηματικός, ανθρωποκεντρικός στην ουσία του, τολμά να μας σύρει στην αναζήτηση του Εαυτού, στην αναζήτηση της υποαντίληψης. Μας δίνει το τυχερό εισιτήριο, σε μια περιπλάνηση ενός παθιασμένου ταξιδευτή που εξερευνά το νόημα του έρωτα, του πόνου και της πραγμάτωσης. Θα μπορούσαν να είναι τραγούδι του εαυτού, στους ήχους ενός χορευτικού κειμένου:
«ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ;” ρωτά στο τίτλο του ποιήματος του στην ενότητα “Ερώς” και αμέσως απαντά στη πρώτη στροφή “Γιατί εἶναι ἀρκετό. Στό φῶς του».
Εν τέλει, παρά τη μοναχικότητά του, ο ποιητής δεν χάνει τον δρόμο του. Δεν χάνει τον εαυτό του. Όπως ο Carl Rogers ανέφερε: «Στην πραγματικότητα καθένας μας είναι από μόνος του ένα νησί. Μπορεί να χτίσει γέφυρες με άλλα νησιά μόνο εάν, αρχικά, είναι διατεθειμένος να είναι ο εαυτός του και του επιτρέπεται να είναι ο εαυτός του». Ομοίως και ο Γιώργος, μιλά καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου για τα όνειρα και το άστατο του ανθρώπινου βίου και μέσα από την οδύνη της «επίγνωσης» συναντά τη φωνή και τη σοφία της περιπλάνησης.
ΑΝΟΙΞΗ
Καί τί εἶναι ἡ Ἄνοιξη νά τῆς φορτώνουμε τό χειμώνα μας;
…Ἔχω μαλώσει μέ τήν Ἄνοιξη. Μέ κούρασε ἡ παρορμητική.
Μιά ἀπομίμηση καλοκαιριοῦ εἶναι κι ἕνα περίσσευμα χειμώνα.
Σοῦ ’μοιασα, λέει.
Μιά περιφερόμενη ἀγωνία εἶσαι, ἀπαιτητική κι ὀξύθυμη.
Η πραγμάτωση δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω συγκρούσεων, μέσω αντίστασης και καταστροφής. Μεγαλώνει μαζί μας, με κάθε πράξη αγάπης και φροντίδας, με τη συγχώρεση. Άλλωστε, όπως και τα παιδιά, έτσι κι εμείς οι ενήλικοι, έχουμε την ανάγκη να μας παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για να διαμορφώσουμε μια συμφιλιωτική σχέση με τον αυθεντικό μας Εαυτό που έχει ανάγκη να αναγνωριστεί, να τιμηθεί, να απελευθερωθεί κι ο μόνος δρόμος για να επιτευχθεί περνάει μέσα από τη δική μας αυτοεξερεύνηση και περιπλάνηση. Συνεπώς, οι διακυμάνσεις του αγώνα που διέσχισε ο ήρωας κολυμπώντας μέσα στα ποιήματα του Γιώργου τον οδήγησαν στην επίγνωση της αυθεντικής «φύσης του» και, σαν πιστοί του συνοδοιπόροι, ο καθένας μας με αυτό που είναι, με αυτό που προσφέρει, με αυτό που παλεύει, με αυτό που ζητά να πάρει, με αυτό που λαχταρά, με αυτό που εν τέλει καταφέρνει να αποκτήσει και να κάνει δικό του, επιβεβαιώνει τη μοναδικότητά του. Αυτή είναι που κάνει τη συνάντησή μας με τον ποιητή ειλικρινή και ιδιαίτερη, όπως ακριβώς είναι ο καθένας από εμάς. Αυτή είναι η αληθινή φύση της εσωτερικής «πραγμάτωσης».
Μέσα από τον ήρωα, ο Γιώργος καταδεικνύει πως οι δυσκολίες που διανύουμε στη ζωή μας, οι νέες προκλήσεις, οι αγωνίες, τα ανάμεικτα συναισθήματα μπορούν να στήνουν χορό στην καρδιά και στο μυαλό μας προκαλώντας άλλοτε ευχάριστη κι άλλοτε δυσάρεστη αίσθηση. Παρ’ όλα αυτά όμως, μπορούν να γίνουν και η αρχή για τα πιο δημιουργικά «εσωτερικά σκαψίματα», «τα εσωτερικά αδειάσματα και τα γεμίσματα», που με τόση επιμέλεια, θάρρος και αυθεντικότητα έχει κάνει με τον εαυτό του. Ο Γιώργος μας εμπνέει να αναγνωρίσουμε τη δύναμη της επιλογής που δεν εξαντλήθηκε ακόμα και τις επιλογές που υπομονετικά μας περιμένουν για να μας ταξιδέψουν μακριά. Μας ενθαρρύνει να πιστέψουμε ότι κάποια στιγμή θα βρούμε τον δρόμο μας, ερχόμενοι σε επαφή με το εγγενές δυναμικό μας, παρόλες τις δυσκολίες και τις αβεβαιότητες που παραμονεύουν σε κάθε μας βήμα. Σαν να μας υπενθυμίζει πως «επαφή και σχέση» είναι πρωτίστως προσωπική υπόθεση.
Κλείνοντας, στο τέλος της ποιητικής συλλογής αναδύεται η επιτακτική ανάγκη να αναλογιστούμε έναν νέο τρόπο συνύπαρξης και συσχέτισης. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον, γιατί είμαστε όλοι μαζί στον πλανήτη και περνάμε δύσκολα τώρα. Ίσως, μέσω του διαλόγου, των σχέσεων, της συμπόνιας και της συνεργασίας, της επίγνωσης πως όλοι μας ζούμε και δρούμε στο ίδιο πολύπλευρο περιβάλλον, να καταφέρουμε να στρέψουμε το βλέμμα προς τον Εαυτό μας, να βρούμε τρόπους να τιμήσουμε τις ατομικές και πολιτισμικές διαφορές και να οδεύσουμε προς την καθιέρωση μιας κοινής κατανόησης, μιας κοινής σύνδεσης.
ΤΟ ΑΙΣΙΟΝ ΤΕΛΟΣ
Ἔλα νά πετάξουμε μαζί.
Νά δεῖς τά φτερά μου. Νά δῶ τά δικά σου.
Πάει καιρός πού τά σκεπάσαμε μέ ὅλα αὐτά τά ροῦχα.
Πάει καιρός πού γίναμε πάλι ἄνθρωποι.
Δέν λέω. Καλή εἶναι κι ἡ γῆ.
Μά ἀρχίζω καί ξεχνῶ
πῶς σχίζαμε μέ δύναμη τόν ἀέρα πῶς χάναμε ἀκίνητοι τό βάρος μας πάνω ἀπ’ τήν θάλασσα.
Ἔλα νά πετάξουμε μαζί. Νά σηκωθοῦμε ψηλά.
Τά βράδια πιά ἀνησυχῶ
στό μαλακό μου προσκέφαλο καί στ’ ἀλαφρό μου πάπλωμα
τόσα πούπουλα φυλακισμένα ἀγγίζω
ἄψυχο στοιβαγμένο ὑλικό χωρίς ἀπάντηση
ποιόν οὐρανό ἄφησαν
ποιό φτέρωμα σκληρό ἐγκατέλειψαν καί πῶς γίνεται
πῶς συμβαίνει
νά παραμένω κρύος ὀρφανός
μέσα σέ τούτη την ἀμίλητη θαλπωρή;
Ἔλα νά πετάξουμε μαζί.
Εἶναι τόσο ζεστά τά φτερά πάνω στό σῶμα μας. Ἔλα.
Πρίν φωλιάσουν κι αὐτά μές στά λευκά μας εἴδη. Πρίν προστεθοῦν στήν πολύτιμη προίκα μας.
Ἔλα.
Προτοῦ ξυπνήσει ἡ λήθη. Ἔλα.
Προτοῦ ἀκούσει ἡ μνήμη.
Ἄς τές ἐδῶ ξεκούραστες πάνω στά πούπουλα. Καί βγάλε τά φτερά σου.