Πάντα τοῦ ἄρεσαν τά ψέματα κι οἱ μπλόφες
κι ἔτσι χαριτωμένο πού ἦταν τοῦ τά συγχωρούσαμε ὅλα.
Ἦταν παιδί ἀκόμα καί χαϊδεμένο πολύ.
Μαζί του παίζαμε κι ἐμεῖς
καί ξεχνιόμασταν μέ τά κόλπα του.
Δέν γίνεται ἄρα
μέ αὐτό τό χαρωπό ὕφος
νά προειδοποιεῖς γιά ἐχθρούς καί συνωμοσίες
καί νά περιμένεις ἀποτέλεσμα.
Ἔπαιζε πόλεμο ἔξω ἀρκετά ἀπό τά τείχη μας
ἔριχνε πέτρες καί φώναζε χαρούμενο.
Τί ἐπικίνδυνο παιχνίδι ξαφνικά.Ἑτοιμαστεῖτε. Συναγερμός.
Ἔχουμε πολιορκίαααα. Κλεῖστε τίς πύλες.Ἀψυχολόγητη ἀντίδραση.
Πολιορκία.
Καλά καλά δέν ἤξερε νά πεῖ τή λέξη.
Ποῦ ἔμαθε νά τήν παπαγαλίζει;
Ἀνέλαβε καί τήν εὐθύνη.
Πῶς μπόρεσε τό ἀνεύθυνο;
Μέ τόση ἀγάπη τόση φροντίδα
τόση προσδοκία νά στραφεῖ ἐναντίον μας;
Εὐθύνη.
Πότε πρόλαβε;
Αὐτό ζωγράφιζε ἀκόμα σπιτάκια καί ζωάκια
καραβάκια καί θάλασσες. Καί τώραΠολιορκίααααα.
Κι ἄν τώρα, ἄν λέει τήν ἀλήθεια, ποιός μᾶς πολιορκεῖ
ποιός πλησιάζει, ποιός τό ξεγέλασε, τί τοῦ ’ταξε
καί ποιός θά βγεῖ νά τό προστατεύσει
ποιός θά τό φέρει μέσα;Τριγύριζε ἔξω ἀμέριμνο σχεδόν γυμνό καί προκαλοῦσε
κανείς δέν ἔβγαινε ἔξω νά τό πλησιάσει
περπατοῦσε ξυπόλυτο
βρώμιζε τά χέρια του στό χῶμα
γρατζούνιζε τά γόνατά του
φαινόταν ἄρρωστο καί μολυσμένο ὅμως
χαιρόταν πού ἔκανε ὅ,τι ἤθελε χοροπηδοῦσε καί σκόνταφτε
μάζευε ἥλιο μ’ ἀνοιχτό τό στόμα. Χτυποῦσε μέ τά χέρια του
τόν ἀέρα κυνηγοῦσε τά πουλιά τό ἀλλοπαρμένο.
Πιάστε με, ἄν μπορεῖτε φώναζε
κανείς δέν ἔβγαινε ἔξω νά τό μαζέψει
κοιτούσαμε σκεφτικοί τί λάθος κάναμε
σέ ποιόν ἔμοιασε αὐτό τό παιδί κι ἀλλαξοπίστησε
μήπως εἶναι ἄλλο παιδί
πού ’κλεψε τό πρόσωπο τοῦ δικοῦ μας
κι ἔγινε ἀπλησίαστο;Ἡ ἐποχή σάν τήν ἀρρώστια κόλλαγε
τόν ἕναν μετά τόν ἄλλον
κι ὅλοι καθόμασταν σέ ἀπόσταση βουβοί καί ξεχασμένοι
περιμένοντας τό παιδί νά μᾶς λυπηθεῖ καί νά ἐπιστρέψει.
Ποιός τό ἀρρώστησε ποιός τό τρέλανε
ποῦ πῆγαν τόσα ὄνειρα
κι ἔγινε πιό ἐχθρικό κι ἀπό τό θάνατο;Ὁ ἕνας τά ’ριχνε στόν ἄλλον
ζητούσαμε ἐθελοντές νά βγοῦν
κι ἄλλοι νά μείνουμε μέσα
καί νά ξεχάσουμε τήν ὕπαρξή του.Μά ἦταν τό τελευταῖο μας παιδί.
Σέ ποιόν θ’ ἀφήναμε τά ὑπάρχοντα μιᾶς ζωῆς;Μέρες μῆνες χρόνια
ἡ ὅραση λιγόστευε
Δέν ἀντέχαμε ἄλλο τά παιχνίδια του
Πότε θά μεγαλώσει πότε θά φρονιμέψει
Ἐμεῖς γερνούσαμε κι αὐτό παρέμενε ἴδιο
Ἐλπίζαμε κι ἐλπίζαμε μά δέν βλέπαμε πιά.
Δέν βλέπαμε πώς δέν εἴχαμε παιδί πιά.
Ἤχους ἀκούγαμε μόνον παιδικούς.
Ἤχους ἀκατάστατους πού βεβαίωναν
πώς παίζουμε ἀκόμα τόν πόλεμο.
Παιδί δέν εἴχαμε.Κάποιοι τό κατάλαβαν καί ἄρχισαν νά τό φωνάζουν
στούς δρόμους: Δέν ὑπάρχει τό παιδί!
Οἱ πιό πολλοί σώπαιναν. Καί ὀργίστηκαν μέ τούς προφῆτες
καί τούς ἀπείλησαν.
Ἤξεραν πώς χωρίς τό παιδί δέν θά ὑπῆρχε πολιορκία.
Καί χωρίς πολιορκία Δέν θά ὑπῆρχε ἔξοδος.
Κι αὐτό δέν τό ’θελε κανείς.
Ἦταν τό τελευταῖο μας παιδί. Δέν μποροῦσε νά πεθάνει.
Δέν ἔπρεπε νά πεθάνει.
Ὅμως κανείς δέν τό πλησίαζε.
Πείστηκαν τελικά καί οἱ δύσκολοι
καί σταμάτησαν τίς προειδοποιήσεις.
Ἔπρεπε ὅλοι μαζί νά ἀντέξουμε αὐτήν τήν πολιορκία.
Ἔπρεπε νά περιμένουμε.Τό παιδί παίζει ἀκόμα πόλεμο ἐκεῖ ἔξω.
Στόν ἥλιο. Κάτω ἀπ᾽ τά δέντρα.
Κόβει φροῦτα καί μαζεύει λουλούδια.
Κυνηγᾶ τά πουλιά.Ἀκόμα μᾶς πολεμᾶ. Ἀκόμα μᾶς προειδοποιεῖ.
Πότε θά κουραστεῖ νά λύσει τήν πολιορκία;
Ν’ ἀνοίξουμε πιά τίς πύλες.
Νά βγοῦμε ἔξω. Νά ξεχυθοῦμε πάλι.
Νά τ᾽ ἀγκαλιάσουμε.
Παιδί μας εἶναι.
Τό τελευταῖο παιδί.
Τό ὕστατο ἔαρ.
Απο το βιβλίο του Γιώργο Αποστόλου “Ο Χρόνος και τα Τέσσερα Φτερά (2021).
Photo by Viktor Hesse on Unsplash