Έφηβος
Το καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη φωνή μέσα στ’ αφτιά μου
ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκκινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο,
σκελετός
δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την ακοή μου πάνω στην άμμο
η φωνή χάθηκε
μα ένα πεφταστέρι
σα να ’βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι
και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου.
Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων.
Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχτηκε μέσα στο νου μου κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο·
συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ’ ακρογιάλι
να μάθω πρώτα τ’ ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο·
την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή
είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι
μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε βελόνες, πάντα σιωπηλή
μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα
την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω·
έτσι ξέχασα τη θάλασσα.
Μια Δευτέρα του Οχτώβρη
βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι
η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ’ ένα μαύρο φουστάνι αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια
όταν τη ρώτησα:
«Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο κόκορα στα θεμέλια… πού να βρεθεί μαύρος κόκορας εδώ πέρα… μονάχα άσπρα κοπάδια… και τα πουλιά τα πουλούν μαδημένα στην αγορά».
Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα.
Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αϊ-Νικόλα» ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Photo by Paul Gilmore on Unsplash