Θλιμμένη η σάρκα, αχ! τα βιβλία τα διάβασα όλα, πέρα
μακριά να φύγω! Τα πουλιά, νιώθω, είναι μεθυσμένα
στους ουρανούς και στον αφρό τον άγνωστο να ζούνε!
Τίποτα, μήτε κι οι παλαιοί, που τους αντανακλούνε
τα μάτια, κήποι, την καρδιάν αυτή, που τη μουσκεύει
το πέλαγος, δε συγκρατούν, ω νύχτες, ούτε η λάμψη
η ερημική της λάμπας μου στο άγραφο χαρτί απάνω
που το φρουρεί η λευκότης του κι ουδέ κι η νέα γυναίκα
που γαλουχεί το τέκνο της. Θα φύγω. Για μια φύση ξωτική,
πλοίο, τα ξάρτια σου που τα λικνίζεις, σύρε
την άγκυρα. Μια ανία, από ανήλεη ελπίδα ερημωμένη,
στων μαντιλιών το υπέρτατο χαίρε πιστεύει ακόμη!
Κι ίσως οι ιστοί, που ανεμικές καλούν, να ‘ναι από κείνους
που σε ναυάγια τους κρεμά ένας άνεμος χαμένα
χωρίς ιστούς, χωρίς ιστούς, χωρίς ιστούς ουδ’ εύφορα νησάκια…
Μα εσύ, καρδιά μου, των ναυτών άκουγε το τραγούδι!
Μετάφραση Άρης Δικταίος
Από το βιβλίο Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης: Από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας.
Εκδόσεις Καστανιώτη