-Πώς ονομάζεσαι;
-Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
-Πόθεν κατάγεσαι;
-Από το Λιµποβίσι της Καρύταινας.
-Πόσων ετών είσαι;
-Εξήντα τεσσάρων. Γεννήθηκα το 1770, τρεις του Απρίλη.
-Τι επάγγελμα κάνεις;
-Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεμώ για την πατρίδα. «πολεμούσα νύχτα-μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Κυρίες και κύριοι
Αγαπητοί γονείς Αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπημένα μας παιδιά
Ίσως αναρωτηθείτε γιατί ξεκινώ μ´ αυτόν τον τρόπο την ομιλία μου ξεχωρίζοντας το Γέρο του Μοριά όταν εκείνος οδηγείται σε δίκη στις 16 Απριλίου του 1834 μαζί με τον Δημήτριο Πλαπούτα στο Ναύπλιο, με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βασιλιά Όθωνα.
Δεν πρόκειται στην ουσία για διάκριση. Μα πιστεύω πως τα λόγια του Γέρου του Μοριά στην περίφημη δίκη που τον έσυραν μαζί με άλλους με το κατηγορητήριο της εσχάτης προδοσίας θα πρέπει να διδάσκονται σε όλα τα σχολεία. Στις σκέψεις του και στη δράση του συμπυκνώνεται όλο το νόημα και το μεγαλείο του εθνικού ξεσηκωμού.
Αλλά υπάρχει και ένας ακόμη λόγος. Όταν αναλογίζεται κανείς αυτό το εθνικό κεφάλαιο που λέγεται Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν μπορεί παρά να αιστανθεί πικρία και μελαγχολία για το πως αυτή η πατρίδα μεταχειρίζεται τα παιδιά της που θυσιάστηκαν για να είναι αυτή ελεύθερη. Από την άλλη όμως σκέφτομαι πως πατρίδα είμαστε όλοι εμείς οι Έλληνες, εμείς οι Έλληνες όπου γης, οι Έλληνες που στα δικά μας χέρια κρατούμε την μοίρας της, που στα δικά μας χέρια βρίσκεται η απόφαση είτε να την παραμερίσουμε είτε να την υψώσουμε.
200 χρόνια μετά από την Επανάσταση , όλοι οι Έλληνες, όπου και αν βρισκόμαστε με μια ψυχή, με μια καρδιά καλούμαστε να θυμηθούμε τις αξίες που μας κράτησαν ζωντανούς στο διάβα της ιστορίας να τις αναδείξουμε στις σημερινές συνθήκες, αλλά να μιλήσουμε και για τα λάθη που έγιναν σε εκείνον τον Αγώνα, να δώσουμε ουσία και νόημα στον πατριωτισμό μας, να τον θωρακίσουμε απέναντι στην άκρατη και άκριτη παγκοσμιοποίηση, ως Έλληνες και Ευρωπαίοι.
Να διαχειριστούμε με σεβασμό και δέος αυτή τη συγκλονιστική επέτειο όχι με ελαφρότητα και προχειρότητα, όχι με φόβο και αμηχανία πολιτικάντικη αλλά με εμβάθυνση, αγάπη για αυτόν τον αγώνα και όλους εκείνους τους αγώνες που κράτησαν ζωντανή και άφθαρτη την ελληνική ιδέα ως εθνική και παγκόσμια κληρονομιά. Να παραμείνουμε γνήσιοι εκφραστές του πνεύματος εκείνων, της δύναμης εκείνων, και να σταθούμε και πάλι ωραίοι, ωραίοι σαν Έλληνες, όπως γράφει ο Εγγονόπουλος.
Το 1821 και ενώ στην Ευρώπη κυριαρχούσε το ιδεολογικό και πολιτικό πνεύμα της Ιερής Συμμαχίας οι Έλληνες αρχίσαμε τον αγώνα για την απελευθέρωσή μας. Ένα μήνα μετά την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης στο Ιάσιο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ξεσπούσε η επανάσταση στην Ελλάδα.
Μπορεί ο επτάμηνος αγώνας στη Μολδοβλαχία να συντρίφτηκε όμως ο επαναστατικός αγώνας στη νότια Ελλάδα εδραιώθηκε και ευδοκίμησε στο τέλος του 1821.
Την 1η Ιανουαρίου 1822 διακηρύχθηκε στην Επίδαυρο από την Α Εθνική Συνέλευση ενώπιον θεού και ανθρώπων η πολιτική ύπαρξις και ανεξαρτησία του Ελληνικού Έθνους.
Κατά το 1822 και 1823 σημειώθηκαν σημαντικές νίκες των Ελλήνων έναντι των Τούρκων που ανάμεσά του ξεχωρίζουν η συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη και η ανατίναξη από τον Κανάρη της τουρκικής ναυαρχίδας.
Το έτος 1824 σημειώνεται κάμψη της Επανάστασης εξαιτίας των δύο εμφυλίων πολέμων αλλά και των συντονισμένων επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν Τούρκοι και Αιγύπτιοι εναντίον των Ελλήνων.
Η διχόνοια έκαμψε προσωρινά τον ωραίο αγώνα, γιατί όπως λέει ο εθνικός μας ποιητής:
Η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει πάρτο λέγοντας κι εσύ
Το 1825 ξεκίνησε η πολιορκία του Μεσολογγίου που η ηρωική του έξοδος τον Απρίλιο του 1826 πρόσθεσε αιώνια δόξα στον ελληνικό αγώνα.
Στο τέλος του 1827 η ελληνική επανάσταση βρισκόταν σε έσχατο σημείο εξαντλήσεως. Όμως με την κυβέρνηση Καποδίστρια από τις αρχές του 1828 οι ελληνικές δυνάμεις ανασυντάχθηκαν και ανακαταλήφθηκε η Στερεά Ελλάδα.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, σε μια σύσκεψη στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, οι υπουργοί Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που αναγνώριζε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε η Ελλάς για πρώτη φορά ως κράτος και πήρε τη θέση της στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Μπορεί η Επανάσταση μα μην είχε φτάσει ακόμα στο τέλος της, γιατί θα χρειάζονταν ακόμα δύο χρόνια μέχρι να διευθετηθούν όλες οι παράμετροι, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων και του συστήματος διακυβέρνησης όμωςεκείνη η ημέρα του Φεβρουαρίου του 1830 αποτελεί το ορόσημο της σύγχρονης πολιτικής μας ύπαρξης.
Η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται επάξια ανάμεσα στιςτις μεγάλες επαναστάσεις ,την Γαλλική, την Αμερικανική αλλά και εκείνες που ξέσπασαν στην Λατινική Αμερική την ίδια, πάνω-κάτω, περίοδο. Η εξέχουσα θέση που δικαιολογημένα έχει η Γαλλική Επανάσταση, σαν προθάλαμος και είσοδος σε μια καινούργια ιστορική εποχή, δεν ακυρώνουν διόλου το μεγαλείο και την σημασία της ελληνικής ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό και βαλκανικό χώρο γιατί η δική μας Επανάσταση ξεσπά σε μια στιγμή που το πρώτο κύμα επαναστάσεων έχει υποχωρήσει και κυριαρχεί η αντιδραστική και ανελεύθερη πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας.
Η επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης, όπως κάθε άλλης, δεν μπορεί να νοηθεί μόνο με στρατιωτικούς όρους. Η επικράτηση των Ελλήνων έναντι ενός ασυγκρίτως ισχυρότερου εχθρού οφείλεται πρωτίστως στην ελληνική ψυχή που παραμέρισε τους διχασμούς και τις αντιπαραθέσεις επιτυγχάνοντας το ακατόρθωτο.
«Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί.»
Η Επανάσταση όμως στέφθηκε με επιτυχία, γιατί οι Έλληνες ηγέτες της εποχής αντιλήφθηκαν με διορατικότητα τα πλεονεκτήματα της διεθνοποίησης του αγώνα τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και χάρη στην έξυπνη ελληνική διπλωματία, οι τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία, δεν μπόρεσαν παρά να πάρουν θέση σχετικά με τον ελληνικό αγώνα, με τη λογική ότι καμία τους δεν έπρεπε να αποκτήσει το πλεονέκτημα αν πράγματι υφίστατο ήττα η οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι τρεις δυνάμεις συμφώνησαν, την άνοιξη του 1827, να στείλουν κοινή ναυτική δύναμη στο Αιγαίο, επιφορτισμένη με την επιβολή εκεχειρίας ανάμεσα στις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις και στα οθωμανικά στρατεύματα, οι Έλληνες επικρότησαν αυτή τους την παρέμβαση ενώ οι Οθωμανοί την αποκήρυξαν. Στην ναυμαχία του Ναβαρίνου, η οποία έγινε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς οι στόλοι Αιγυπτίων και Οθωμανών αποδεκατίστηκαν από τα κανόνια των βρετανικών, γαλλικών και ρωσικών πολεμικών πλοίων. Επρόκειτο για σιωπηλό θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας, που πρέπει να παραδειγματίσει και να κατευθύνει και σήμερα την προσπάθεια για μία ενιαία, συνετή και ομόθυμη εξωτερική πολιτική.
Η καθοριστική συμβολή της Φιλικής Εταιρείας και του Αλέξανδρου Υψηλάντη ,η δράση του Καραϊσκάκη, του Ρήγα, του Παπαφλέσσα, του Κανάρη, του Μιαούλη, του Ανδρούτσου, του Μακρυγιάννη και τόσων άλλων, η προσφορά των πλοιοκτητών της Ύδρας, των Σπετσών και όλων εκείνων που χάρισαν περιουσίες ολόκληρες στον Αγώνα, η συμμετοχή σπουδαίων γυναικών ,όπως η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, το παγκόσμιο κίνημα του φιλελληνισμού, δεν είναι απλώς ιστορίες που προκαλούν εύκολα εθνική ανάταση και που ενισχύουν το εθνικό φρόνημα .Είναι μία ανεξάντλητη δεξαμενή γνώσης, ηρωισμού, αυταπάρνησης και αυτοθυσίας την οποία, έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ προκειμένου να προσεγγίσουμε με επιτυχία την εθνική μας αυτογνωσία.
Και αυτή η εθνική συνείδηση δεν επιτυγχάνεται με ευχολόγια, με εντυπωσιακές εκδηλώσεις, με ρητορισμούς και υψηλόφρονες επικλήσεις, αλλά με εμβάθυνση και σπουδή για την αναζήτηση της εθνικής αλήθειας ακόμα και αν ορισμένες φορές έχει γεύση πικρή. Δεν έχουν θέση εδώ οι φανατισμοί, οι άγονοι εθνικισμοί και κάθε είδους ιδεοληψίες. Απαιτείται ένας γόνιμος αναστοχασμός, μια γνήσια επαφή με το δημιουργικό παρελθόν μας ,ώστε να μπορούμε και σήμερα δυναμωμένοι με τη δύναμη που δίνει η ενότητα και τον ενθουσιασμό που πηγάζει από τον από την πνευματική διαύγεια του πολιτισμού μας ο καθένας από μας ,από τη θέση που υπηρετεί, από τις ιδέες που εκφράζει να στηρίζει την εθνική προσπάθεια για μια Ελλάδα εθνικά και πνευματικά δυνατή, μια Ελλάδα, υπερήφανη, αισιόδοξη και ελπιδοφόρα για τους νέους μας .
Αγαπητοί φίλοι,
Διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο καλά γνωρίζουμε αυτή την Επανάσταση και σε ποιο βαθμό έχουμε κατανοήσει τα βασικά χαρακτηριστικά της. Θα πρέπει χωρίς προκατάληψη να αξιοποιήσουμε την ιστορική έρευνα και να καταρρίψουμε μια για πάντα τους μύθους, και τις ιδεοληψίες που διαστρεβλώνουν την ιστορική αλήθεια. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να γιορτάσουμε την Επανάσταση με γνώση και να αξιολογήσουμε το μέγεθος της επιτυχίας της· όχι μόνο τότε, αλλά και στα 200 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα.
Το σχολείο μας σκύβει με σεβασμό στον μεγάλο εθνικό Αγώνα και τον τιμά με μια σειρά δράσεων και εκδηλώσεων που θα διαρκέσουν έως το τέλος του 2021.
Στις 22 Μαρτίου εγκαινιάσαμε την αφιερωματική πλατφόρμα 200 χρόνια μετά, (https://200.platon.gr) ξεδιπλώνοντας περήφανοι τη μεγάλη σημαία της πατρίδας μας που είναι η σημαία της ίδιας μας της ψυχής. Η πλατφόρμα θα φιλοξενεί επετειακές δράσεις των μαθητών μας, λογοτεχνικές, μουσικές, θεατρικές, διαδραστικές παρεμβάσεις διακεκριμένων ομιλητών, πλούσιο αφιερωματικό υλικό από τους συναδέλφους όλων των βαθμίδων.
Παράλληλα προγραμματίζει προς το τέλος του χρόνου, την έκδοση του Εθνικού μας ύμνου που θα συνοδεύεται με τα εικαστικά έργα των μαθητών μας που θα αποτελέσει μία προσφορά του σχολείου μας σε κάθε μαθητής μας ,σε κάθε οικογένεια του Πλάτωνα μια προσφορά μεγάλης εθνικής και παιδευτικής αξίας.
Έχουμε τελικά χρέος… έχουμε τελικά ευθύνη… Έχουμε.. Γιατί έχουμε μεγάλη και πολύτιμη κληρονομιά. Κι αυτοί που είναι κληρονόμοι πρέπει να αποφασίσουν αν αυτήν την παρακαταθήκη θα την κρατήσουν ζωντανή γι´ αυτούς που ακολουθούν, ή αν θα την αφυδατώσουν σε κοσμικές συναθροίσεις και βαρύγδουπες επετειακές δηλώσεις.
Έχουμε χρέος όμως και σε όλους εκείνους του αφανείς ήρωες που δεν προβάλλει η ιστορία, σ´ εκείνους που δεν τιμά η πολιτεία, σε εκείνους που λησμονούν οι θεαματικές επετειακές εκδηλώσεις. Όπως την Πανωραία Χατζηκώστα, που έζησε στα δύσκολα της ελληνικής Επανάστασης. Το 1821, μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού οι Τούρκοι έσφαξαν μπροστά στα μάτια της τον άντρα της, Κώστα Αϊβαλιώτη, πλούσιο έμπορο, όσο και τα παιδιά τους. Η ίδια πάμφτωχη και ολομόναχη, βρέθηκε αρχικά στα Ψαρά, απ’ όπου πήρε και το προσωνύμιο Ψαροκώσταινα. Παρά τα προβλήματά της όμως, πήρε υπό την προστασία της ορφανά παιδιά αγωνιστών, τα οποία για να τα θρέψει, γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Πολλοί την χλεύαζαν και την έπαιρναν στο κατόπι αποκαλώντας την Ψωροκώσταινα. Το 1826, όταν διενεργήθηκε έρανος για την ενίσχυση των αποκλεισμένων μαχητών τοθ Μεσολογγίου, και ενώ κανένας δεν πλησίαζε το τραπέζι, η φτωχότερη όλων, η φτωχή Χατζηκώσταινα, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και μαζί με ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της, τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής. «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι και αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι»…
Ναι οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, αθόρυβοι, διακριτικοί και μεγαλειώδεις μέσα στην ταπεινότητά τους. Και η πιο μεγάλη και δυνατή αναγνώριση γι’ αυτούς βρίσκεται μέσα στην ψυχή του καθενός μας. Γιατί μόνον αν η θυσία γίνει βίωμα πιάνει τόπο και θεριεύει, αναγεννάται ζωντανή και έτοιμη για νέους αγώνες.
Έτσι μόνον ξεπερνιούνται τα εμπόδια. Κι έχουμε είναι αλήθεια πολλά εμπόδια να ξεπεράσουμε. Ήδη η μεγάλη εθνική επέτειος των 200 χρόνων εορτάζεται κάτω από τις πρωτόγνωρα δυσμενείς συνθήκες της πανδημίας, τα εθνικά μας δίκαια βάλλονται σε επικίνδυνο βαθμό, η οικονομική αγωνία επιστρέφει, η προσφυγική κρίση μαίνεται… Τι άλλο απομένει λοιπόν παρά να συναντήσουμε πάλι το εθνικό μας τρίπτυχο το ελληνικό ήθος, το ελληνικό πάθος και τον ελληνικό λόγο … που θεμελίωσαν αυτόν τον πολιτισμό, που κράτησαν αυτόν τον πολιτισμό που εγγυώνται αυτόν τον πολιτισμό…
Γιατί χρωστάμε…, όπως μας δείχνει ο Παλαμάς.
«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ’ρθουν, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί»
είπε ο Κωστής Παλαμάς
Ας κλείσουμε μέσα μας λοιπόν και τους άλλους τους στίχους του
που γράφτηκαν λίγο μετά την έναρξη του ελληνοιταλικού πολέμου και που με το λιτό μα διεγερτικό του τόνο μας προτρέπει
«Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»,
Χρόνια πολλά σε όλους τους Έλληνες
Ζήτω η Ελλάδα μας