Το σπίτι μου ήταν ένα δέντρο παμπάλαιο
μέσα στην κουφάλα του χωμένος
κοιτούσα τα πουλιά που τιτίβιζαν στα κλαδιά
κάποια έχτιζαν φωλιά
και κάποια ξαπόσταιναν ιδρωμένα απ’ το πέταγμα
εγώ έβγαινα τα βράδια στη δροσιά των εποχών
προσκαλούσα τα νυκτόβια ζώα στον περίπατο
ρωτούσα την απόσταση της πόλης
ο αέρας μού εξηγούσε
πως βρίσκομαι πολύ μακριά
ήμουν ψηλότερος από όλες τις υπάρξεις
κι είχα την ίδια πάντα αγωνία
αν θα χωρέσω επιστρέφοντας
κι είχα την ίδια πάντα απορία
πόσο άνετα περνούσα μέσα στον κορμό
ώσπου μια μέρα
τώρα που γράφω
ξαφνικά δεν χώρεσα
κοιτούσα μέσα να δω
τι μ’εμπόδιζε
δεν έβλεπα εμπόδιο
τίποτα δεν άλλαξε εντός
ένα πουλί άγνωστο
μου είπε πως τέλειωσε ο χρόνος
το δέντρο πέθαινε
γέλασα με το ψέμα
είπα πως δεν συμβαίνει αυτό
πώς το δέντρο που με γέννησε
είναι αιωνόβιο
κι αμέσως ψήλωσα περισσότερο
έφτασα μέχρι την κορυφή του
κι από εκεί κοίταξα στο βάθος την πόλη
ήταν όλα θολά κι ακίνητα βουτηγμένα στο κίτρινο φως
πού να πάω απόψε
και κάθε μέρα από απόψε
δεν είχα δει ποτέ μου άνθρωπο
δεν είχα δει ποτέ μου πόλη
τι θα σκεφτούν για μένα
είχα όλα τα ανθρώπινα πάνω μου
σκέψη και ομιλία και βάδισμα
εκτός από ένα
με γέννησε το δέντρο ανύποπτα
με μεγάλωσε το δέντρο ανύποπτα
δεν ήθελα να δω κανέναν
δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν
ήθελα να ήμουν άνθρωπος
χωρίς ανθρώπους
να ζήσω εδώ
ή τουλάχιστον να πεθάνω εδώ
φοβήθηκα πως ήμουν πτηνό που σκέπτεται
πτηνό που επιθυμεί
πτηνό μυθολογικό
που γίνεται ό,τι φαντάστηκαν οι άλλοι
και αυτήν την πρώτη μέρα άστεγος
άκουσα ήχο όπλου και γάβγισμα σκύλου
πώς γίνεται αιώνες τώρα να έρχονται για πρώτη φορά τόσο κοντά ετουτοι οι ήχοι
όλο και πιο κοντά
μέχρι ετούτη τη στιγμή
που με τρύπησε η σφαίρα κι έπεσα απ’ το δέντρο
και δεν ξανασηκώθηκα
γιατί κάποιος με πέρασε για πουλί
μα όταν ήρθε κοντά ο κάποιος τρόμαξε
φώναξε δυνατά για βοήθεια
μετάνιωσε και ζητούσε συγγνώμη
στους άλλους που μαζεύτηκαν
κι έτσι είδα για πρώτη φορά ανθρώπους
λυπημένους και διστακτικούς
μέχρι που δύο απ’αυτους
με άρπαξαν στα χέρια τους
απορημένοι
με το ασυνήθιστο θέαμα
με σήκωσαν όρθιο στα δύο μου πόδια
πέρασαν τα χέρια μου στους ώμους τους και
ένας τρίτος που ξεθάρρεψε κρατούσε σταθερά
τα δύο σπασμένα φτερά.
Ξύπνησα χαρούμενος.
Photo by Antoine PERIER on Unsplash