Ζήτησα ένα χαρτί
για να βάλω χρώμα στην ματιά μου
Ζήτησα κάποιον να απαντά στις ερωτήσεις μου
για να φουσκώσουν τα πανιά
του χάρτινου καραβιού
που έφτιαξα από το απόκομμα εφημερίδας
το οποίο μου πέταξες αδιάφορα
όταν κουράστηκες να διαβάζεις
για τους νεκρούς του πολέμου
Γιατί να σε νοιάζει άλλωστε ;
Εσύ κρατούσες την κάννη του θανάτου
Ζήτησα ένα βιβλίο
για να διαβάσω για ανθρώπους του παρελθόντος
για ιστορίες χαμένες στην σφαίρα του ονείρου
Σου ζήτησα και έναν χάρτη για να βρω τους τόπους
για τους οποίους με τόσο ενθουσιασμό είχα διαβάσει
Ήμουν άλλωστε σπουδαίος εξερευνητής
Δεν σου ζήτησα φακό
Γιατί αυτόν τον δανείστηκα από σένα
Την ώρα που αντί να κρατάς σφιχτά το όπλο σου
Κοιμόσουν βαρυστομαχιασμένος
δίπλα στο άνοιγμα της καλύβας μας
Δεν μου έδωσες το χαρτί, μήτε το βιβλίο, μήτε τον χάρτη
δεν μπορώ όμως να πω πως με άφησες με την απορία
Εσύ μου έμαθες ότι τα χέρια μου ήταν πολύ σκούρα
για να λέγονται ανθρώπινα
Οι πληγές σε τέτοια χέρια δεν έχουν για σένα σημασία
μου έμαθες ότι οι δικές μου ερωτήσεις δεν έπρεπε να λήγουν σε ερωτηματικό
Έπρεπε να είναι ψιθυριστές, μονολεκτικές
να προφέρονται με σκυμμένο το κεφάλι
Μου έμαθες ότι ήταν καλύτερο να μην έχω χάρτη
Θα ζούσα υποφερτά στην μικρή σκηνή μου
Αν δεν γνώριζα για τα θαύματα αυτού του πλανήτη
Κι όμως τον φακό δεν στον επέστρεψα ποτέ
Γιατί το βράδυ όταν εσύ κοιμάσαι χορτασμένος
εγώ ξεγελώ το παραπονεμένο μου στομάχι
Με ιστορίες για ήρωες φανταστικούς και μη
που κάποια μέρα
παρασυρμένοι από την δύναμη του ονείρου τους
μετατρέπουν τα ερωτήματα σε καταφατικά αιτήματα
Και τα αιτήματα σε αλλαγή
που σκίζουν τα βρώμικα παραπετάσματα
Και φέρνουν την επανάσταση
Από την σελίδα στο άγονο χώμα
Photo by Ahmed Zayan on Unsplash